Ο Ανδρέας Μαριανός και ο Μάνος Καρυστινός μιλούν για τις ταινίες "Ειμαρμένη" & "Dark illusion"
- Λεπτομέρειες
- Γράφει ο/η Ελένη Μολφέτα Ελένη Μολφέτα
- Κατηγορία: Συνεντεύξεις Συνεντεύξεις
- Δημοσιεύθηκε : 13 Νοεμβρίου 2015 13 Νοεμβρίου 2015
Το σημαντικό είναι να θέλεις να κάνεις ταινία και να έχεις αυτούς που θα σε στηρίξουν, γιατί μόνος σου δεν μπορείς να την κάνεις.(Α.Μ.)
λένε στην Ελένη Μολφέτα ο Ανδρέας Μαριανός και ο Μάνος Καρυστινός.
Κάθε τρόπος έκφρασης είναι όμορφο να εμπνέει τον καθένα και νομίζω ότι ο κινηματογράφος είναι ένας πολύ όμορφος τρόπος έκφρασης. Από το συντονισμό, την οργάνωση, το σενάριο, μέχρι το να αποδώσεις αυτό που σκέφτεσαι σε δύο διαστάσεις είναι κάτι μαγικό.(Μ.Κ.)
Στα πλαίσια του 6ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου "Γέφυρες", που φιλοξένησε ο ιστορικός κινηματογράφος Αλκυονίς, είχαμε την τύχη και τη χαρά να μιλήσουμε με τον καταξιωμένο καλλιτέχνη Ανδρέα Μαριανό όπως και τον νέο αλλά πολλά υποσχόμενο σκηνοθέτη Μάνο Καρυστινό. Μας μίλησαν για την ταινία όπου σκηνοθέτησε ο Μάνος Καρυστινός "Dark Illusion" στην οποία παίζει ο Ανδρέας Μαριανός, καθώς και για τη νέα ταινία του δεύτερου την "Ειμαρμένη", για τη ζωή τους στον κινηματογραφικό χώρο καθώς και για το Φεστιβάλ Γέφυρες.
Πώς νιώθετε που με αφορμή το 6ο Φεστιβάλ Γέφυρες, βρισκόμαστε στον κινηματογράφο "Αλκυονίς" σήμερα;
Ανδρέας Μαριανός: Βρισκόμαστε σε ένα πολύ ιστορικό χώρο. Είμαι πολύ συγκινημένος. Είχε σταματήσει να λειτουργεί σαν κινηματογράφος για κάποιο διάστημα. Λειτουργούσε ως θέατρο. Είναι θαύμα που δεν έγινε super market και το πήρε ο Βελισσάριος Κοσσυβάκης και το ξαναέκανε κινηματογράφο. Κάποτε ήταν το γκέτο της Αλκυονίδας γιατί υπήρχαν ταινίες που έρχονταν μόνο εδώ. Δεν τις έπαιρναν μεγάλες διανομές. Σε αυτό το χώρο, έχω δει σαν παιδί όλες τις καλές ελληνικές ταινίες. Τα «δυο φεγγάρια τον Αύγουστο» του Κώστα Φέρρη, «Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι» του Νίκου Αλευρά και εκατοντάδες ακόμα ταινίες.
Πραγματικά! Πως ξεκίνησε η συνεργασία με τον Μάνο Καρυστινό;
Α.Μ.: Μου έγινε η πρόταση να παίξω στο "Dark illusion". Αισθάνθηκα να με τιμάει. Με τιμάει το γεγονός που κάποιος που δε με ήξερε προσωπικά, ήθελε να παίξω στην πρώτη ταινία που κάνει. Είπα να μου στείλει το κείμενο να το δω, να δω αν μου αρέσει. Δεχόμαστε διάφορες προτάσεις, πρέπει να ξέρουμε τι είναι η καθεμία για να επιλέξουμε. Μου έστειλε το σενάριο, είπα εντάξει και έτσι πρωτογνωριστήκαμε. Είναι φίλος μου βέβαια πλέον και σπάνια γνωρίζω καινούριους στη δουλειά.
Εσείς πως ξεκινήσατε;
Α.Μ.: Ξεκίνησα από τον κινηματογράφο. Είμαι από το 1978 στο χώρο. Έχω δουλέψει και σαν ηθοποιός και σα σκηνοθέτης. Αν ρωτούσατε τους δασκάλους μου στο δημοτικό και στο γυμνάσιο θα σας έλεγαν «Δεν είναι ηθοποιός αυτός;». (γέλια) Ξεκίνησα στη σχολή σαν οπερατέρ γιατί δεν ήξερα ακόμα. Είχα μπει στη φιλοσοφική αλλά προτίμησα να πάω στη σχολή του Σταυράκου. Ξεκινώντας λοιπόν, την πρώτη χρονιά κατάλαβα ότι δεν είναι ο οπερατέρ αυτός που με ενδιαφέρει αλλά ο σκηνοθέτης. Έτσι, μεταλλάχθηκα σε σκηνοθέτη. Μάλιστα εκείνο τον καιρό απέφευγα να παίζω σαν ηθοποιός γιατί ήταν τα χρόνια της βιντεοκασέτας και λόγω εμφάνισης έρχονταν πολλές προτάσεις.
Πόσες ταινίες έχετε σκηνοθετήσει;
Α.Μ.: Έχω κάνει δέκα μικρού μήκους, μια μεγάλου μήκους και ένα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ. Επίσης έχω κάνει πάνω από εκατό πενήντα βίντεο κλιπ και διαφημιστικά.
Θα μας πείτε δυο λόγια και για την καινούρια ταινία, την «Ειμαρμένη» ;
Α.Μ.: Η «Ειμαρμένη» παίζεται τώρα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Είναι μία αστυνομική ταινία, θα έλεγα. Σήμερα ο μοντέρ της μου είπε ότι την εκτιμάει πολύ αλλά δεν είναι για ευρύτερη διανομή. Είναι ταινία που δε θα τη βρεις εύκολα. Δε θα βρεις κάτι παρόμοιο. Μου άρεσε αυτή η κριτική, ότι είναι ένα αλλιώτικο πράγμα. Θεωρητικώς είναι η ιστορία ενός εγκλήματος. Ένας δημοσιογράφος καλείται να λύσει αυτό το έγκλημα, όπου ένας συγγραφέας έχει βρεθεί νεκρός. Υπάρχει ένας μύθος ότι υπάρχει ένας άγιος σε ένα νησί που είναι χωρίς πρόσωπο γιατί κατέβηκε από την εικόνα και πήγε και σκανδάλισε τους πιστούς και μετά ντράπηκε να ξαναγυρίσει. Ακούγοντας αυτή την ιστορία και αναζητώντας ένα θέμα, πάει στο νησί για να ψάξει να δει τι γίνεται. Εκεί τον σκοτώνουν γιατί ανακαλύπτει άλλα πράγματα, ότι υπήρχε ένας αγιογράφος που «ατίμασε» όλες τις γυναίκες του νησιού, όταν τον κάλεσαν να αγιογραφήσει το ξωκλήσι του Αγίου. Αφού τον σκότωσαν οι κάτοικοι, προτού τελειώσει την αγιογραφία –το πρόσωπο φτιάχνεται τελευταίο-, είπαν αυτή την ιστορία. Ο συγγραφέας το ανακάλυψε αυτό και συνέβη η κατάσταση αυτή, όπου ο νεκρός κυριεύει το ζωντανό. Έχοντας μπει πια μέσα του ο αγιογράφος, την «πέφτει» σε μία γυναίκα το βράδυ που γίνεται το μεγάλο γλέντι στο νησί και οι κάτοικοι τον πιάνουν και τον σκοτώνουν. Μετά το έγκλημα πρέπει να καλυφθεί. Ο κόσμος δεν μιλάει. Είναι η κλειστή κοινωνία. Τα υπόλοιπα επί της οθόνης.
Έχει σχέση η «Ειμαρμένη» με τη «Διαβόλου κάλτσα»;
Α.Μ.: Ναι, η Ειμαρμένη γεννήθηκε την πρώτη μέρα των γυρισμάτων της ταινίας «Διαβόλου κάλτσα». Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα. Την πρώτη μέρα του γυρίσματος μου είπαν όλοι οι φίλοι μου ότι κάνω πάλι μικρού μήκους ταινία. Μα τι να κάνω; Δεν είχα χρήματα για να κάνω κάτι άλλο. Μου είπαν λοιπόν «βρες εσύ ένα τρόπο να μεγαλώσεις αυτό το υλικό και στα δίνουμε τα χρήματα». Στην αρχή λοιπόν πήγα να μεγαλώσω τη «Διαβόλου κάλτσα». Έπειτα σκέφτηκα ότι αφού αυτό που ήθελα να πω το έχω πει σε ένα εικοσάλεπτο, γιατί να πω το ίδιο πράγμα σε μιάμιση ώρα. Έτσι έφτιαξα μία ιστορία που καταλήγει εκεί.
Πιστεύετε ότι είναι πιο βασικό να έχεις το budget ή μία καλή ιδέα;
Α.Μ.: Το σημαντικό είναι να θέλεις να κάνεις ταινία και να έχεις αυτούς που θα σε στηρίξουν, γιατί μόνος σου δεν μπορείς να την κάνεις. Η «Ειμαρμένη» είναι απόδειξη ότι έγινε με ένα μηδενικό budget. Όταν λέμε μηδενικό, εννοούμε όμως ότι δε θα πέσεις κάτω από 15.000-20.000 ευρώ για μία μεγάλου μήκους ταινία. Μόνο τα φαγητά, τα μεταφορικά και το ξενοδοχείο είναι τόσα. Αυτό όμως νοείται ως μηδενικό, αν σκεφτούμε ότι γίνονται ταινίες με 50, 100, 200 χιλιάρικα. Δε θα γινόταν βέβαια, αν δεν υπήρχε το νέο μέσο, το ψηφιακό. Μόνο για το negative έχεις ανάγκη από χρήματα. Το budget είναι καλό, σε βοηθάει. Όταν έχεις χρήματα, τα αξιοποιείς, αν ξέρεις τι να τα κάνεις. Αν έχεις την ιδέα και τη στήριξη ανθρώπων και χωρίς χρήματα, θα την κάνεις. Καλό είναι βέβαια να μη γίνονται οι ταινίες χωρίς χρήματα. Για παράδειγμα, κάνω τώρα μία ταινία μεγάλου μήκους για την οποία δεν πλήρωσα το συνεργείο μου. Θα ήθελα στην επόμενη να τους πληρώσω. Με τους ίδιους θα πάω γιατί ήταν όλοι υπέροχοι συνεργάτες. Αν λοιπόν μου προκύψουν χρήματα στην πορεία, θα ήθελα να πάρουν το μεροκάματό τους ή αν έβρισκα έναν παραγωγό θα του έλεγα ότι παραιτούμαι των δικών μου δικαιωμάτων, να πληρώσει τον κόσμο και να κάνουμε την ταινία. Μετά φορτώνει το πράγμα. Αν δείτε την «Ειμαρμένη» -τουλάχιστον αυτό μου έχουν πει όση την έχουν δει- θα νομίζετε ότι είχαμε πολλά λεφτά για αυτή την ταινία. Αυτό είναι λοιπόν, εμείς χωρίς λεφτά δείξαμε ότι ρίξαμε λεφτά και αυτό λόγω των συνεργατών, από το παιδί που έφερνε τους καφέδες μέχρι τον πρωταγωνιστή. Είμαι σκλαβωμένος. Αν θέλω να ξανακάνω ταινία είναι για να ζήσω πάλι κοντά τους. Είναι εντελώς μαγικό και τώρα που σας το λέω ριγώ. Ήταν όλοι τους άνθρωποι που με είχαν εντυπωσιάσει. Πρώτα απ' όλα αυτοί το ξεκίνησαν. Είπαν να βρω ένα τρόπο να εκμεταλλευτώ αυτές τις πέντε μέρες που θα κάναμε γύρισμα, μην πάνε χαμένες. Κάν' τες 25 και ερχόμαστε. 24 ημέρες κράτησαν τα γυρίσματα. Σε 24 μέρες ταινία μεγάλου μήκους δεν είναι εύκολο πράγμα.
Να περάσουμε στο Μάνο Καρυστινό... Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με τον κινηματογράφο και να κάνεις ταινία μεγάλου μήκους;
Μάνος Καρυστινός: Δε δηλώνω επαγγελματίας σκηνοθέτης ακόμα. Ασχολούμαι ερασιτεχνικά με το αντικείμενο εδώ και έξι χρόνια. Ξεκίνησα πρώτα απ' όλα με την αγάπη μου στον κινηματογράφο, γιατί πιστεύω πως είναι η πληρέστερη μορφή τέχνης. Με κέρδισε σιγά-σιγά το αντικείμενο και προσπάθησα να αυτο-εκπαιδευτώ. Σ' ένα μεγάλο κομμάτι με βοήθησε και η τεχνολογία, γιατί πλέον τα μέσα είναι προσβάσιμα, από τις κάμερες μέχρι το μοντάζ που μπορείς να δουλέψεις μόνος σου στον υπολογιστή, και έτσι σιγά-σιγά ανέβαινε το επίπεδο.
Λίγο πριν φύγω από τη Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζα πολιτικός μηχανικός, αποφάσισα να κάνω μια προσπάθεια για μεγάλου μήκους ταινία. Κατάφερα να συγκροτήσω μια ομάδα συνεργατών, από σπουδαστές στη σχολή κινηματογράφου ή και άτομα με πείρα στον κινηματογράφο, και από το πόστο του ο καθένας συνέβαλλε στο να καταφέρουμε να φτιάξουμε μια πολύ ωραία ομάδα. Προέκυψε και ένα σενάριο που με ιντρίγκαρε και από 'κει και πέρα προσπάθησα να βρω ανθρώπους που είναι πολλά χρόνια στο χώρο για να με βοηθήσουν. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Ανδρέας Μαριανός. Δε γνωρίζω ακόμα το λόγο της μεγάλης βοήθειας που μας προσέφερε, δεν ξέρω τι τον κέρδισε σ' αυτό, αλλά ήταν πολύ θετικός από την πρώτη στιγμή. Όπως και η Κατερίνα Διδασκάλου, που με τον ίδιο τρόπο μόλις της πρότεινα να κάνουμε μαζί μια ταινία μεγάλου μήκους με την ίδια, μιας και λόγω της εμπειρίας, του ταλέντου και της καταξίωσης της ίδιας θα ήταν τεράστια βοήθεια, δέχτηκε να μας βοηθήσει. Νομίζω ότι σ' όλη μου τη ζωή θα με «σημαδεύει» η παρουσία αυτών των δύο ανθρώπων στην πρώτη μου ταινία.
Από που πηγάζει η έμπνευση για τη δημιουργία αυτής της ταινίας;
Μ.Κ.: Όσον αφορά το σενάριο, έχει την πρωτοτυπία ότι ξεκίνησε από διαγωνισμό σεναρίου. Είχα γράψει μια σκηνή ταινίας μυστηρίου αλλά δε μπορούσα να τη συνεχίσω, ώσπου σκέφτηκα να τη γυρίσω αυτή τη σκηνή, να την προβάλλω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και να προκαλέσω κάποιους επίδοξους σεναριογράφους να γράψουν το παρακάτω. Έτσι κι έγινε, είχα γύρω στις δέκα προτάσεις από τις οποίες διάλεξα την καλύτερη, την πιο ταιριαστή σε μένα και σ' αυτό που θα μπορούσε να γίνει, γιατί έπρεπε να είναι και κάτι που να μην απαιτεί budget, ώστε να μπορούμε να το αποδώσουμε. Συνεργαστήκαμε με την Αναστασία Κοζίμπα που έγραψε το σενάριο, έχοντας σαν στόχο το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και τα καταφέραμε. Βοήθησε και η Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα Νεολαίας που ήταν η Θεσσαλονίκη το 2014, γιατί μας στήριξε σαν νέους της πόλεις που δοκιμάζαμε να «κάνουμε τέχνη». Συμμετείχαμε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και πήραμε το βραβείο κοινού, κάτι για το οποίο είμαστε πολύ χαρούμενοι. Από 'κει και πέρα η πορεία συνεχίζεται και σε άλλα Φεστιβάλ όπως στις «Γέφυρες», όπου είναι μεγάλη μου χαρά να βρίσκομαι, ιδίως μιας και είναι η πρώτη προβολή της ταινίας στην Αθήνα.
Κάτι που θέλεις να πεις σ' ένα νέο άνθρωπο που ξεκινά τώρα;
Μ.Κ.: Να το δοκιμάσει, να μη φοβηθεί. Εντάξει, καταλαβαίνω πως είναι δύσκολος χώρος, αλλά κάθε τρόπος έκφρασης είναι όμορφο να εμπνέει τον καθένα και νομίζω ότι ο κινηματογράφος είναι ένας πολύ όμορφος τρόπος έκφρασης. Να το δοκιμάσουν, λοιπόν. Εξάλλου, είναι και οι συνθήκες τέτοιες που έστω ερασιτεχνικά, έστω πειραματικά, μπορεί ο καθένας να δοκιμάσει να πλάσει μια ιστορία, να φτιάξει ένα βίντεο. Και η διαδικασία από μόνη της είναι μοναδική, από το συντονισμό, την οργάνωση, το σενάριο, μέχρι το να αποδώσεις αυτό που σκέφτεσαι σε δύο διαστάσεις είναι κάτι μαγικό.
Πως σου φαίνεται το φεστιβάλ γέφυρες;
Μ.Κ.: Είναι ένα πολύ ωραίο φεστιβάλ, ιδίως γιατί έχει την ιδιαιτερότητα – πλεονέκτημα να παίζεται ταυτόχρονα την ίδια περίοδο σε διάφορες πόλεις. Είναι καλό για τις ίδιες τις πόλεις αλλά και για τον κόσμο που θα παρακολουθήσει το Φεστιβάλ, αφού του δίνει το κίνητρο να μετακινηθεί για να δει κι άλλα μέρη, να γνωρίσει κινηματογράφους – σήμερα, ας πούμε, είμαστε στο "Αλκυονίς", το οποίο έχει μια τεράστια ιστορία από πίσω του.
Φωτογραφίες: Σοφοκλής Κιουρτζόγλου