bridges international film festival

Με αυτό το φεστιβάλ "Ο χειμώνας" θα ταξιδέψει σε διάφορες πόλεις και είμαι σίγουρη πως θα αρέσει γιατί είναι μία ταινία βγαλμένη από την καρδιά... (Ε.Π.)

Πραγματικά ήθελα να δω την πορεία του γιατί είναι άξιος καλλιτέχνης και στη ματιά και στη σκέψη και στο όνειρο που έχει, στον ορίζοντα που θέλει να ανοίξει. (Β.Μ)

λένε στην Ελένη Μολφέτα η Έφη Παπαθεοδώρου και ο Βαγγέλης Μουρίκης.

Την Κυριακή 18 Οκτωβρίου, κατά τη διαξαγωγή της 4ης ημέρας του 6ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου "Γέφυρες", είχαμε την τιμή να συναντήσουμε δύο καταξιωμένους καλλιτέχνες, την κυρία Έφη Παπαθεοδώρου και τον κύριο Βαγγέλη Μουρίκη, που συμμετέχουν στην ταινία "Ο Χείμώνας" του πρωτοεμφανιζόμενου (ως σκηνοθέτης) Κωνσταντίνου Κουτσολιώτα. Κατά τη συζήτησή μας, μίλησαμε τόσο για την ταινία που διαγωνίζεται στο φεστιβάλ όσο και για τους πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες αλλά και το πως βλέπουν την τέχνη εν έτει 2015. Ευγενέστατοι και οι δύο, τους ευχαριστούμε θερμά για την παραχώρηση αυτής της συνέντευξης που δείχνει δύο ανθρώπους οι οποίοι πραγματικά αγαπούν την τέχνη τους.

 

Συμμετέχετε στην ταινία «Ο χειμώνας» που διαγωνίζεται στο 6ο φεστιβάλ Κινηματογράφου «Γέφυρες». Η σκηνοθεσία ανήκει στον Κωνσταντίνο Κουτσολιώτα, που είναι νέος στο χώρο. Πως ξεκίνησε αυτή η συνεργασία;

Έφη Παπαθεοδώρου: Η Λιλέτ Μπόταση από την εταιρεία παραγωγής Inkas μου είχε πει ότι είναι ένα νέο παιδί, σκηνοθέτης, που θα επιθυμούσε να με γνωρίσει. Με χαρά μου, πήγα να τον συναντήσω. Είδα μπροστά μου ένα πολύ νέο παιδί, ένα ευγενέστατο πλάσμα. Μου είπε ότι έχει ένα σενάριο, εγώ αμέσως τον συμπάθησα. Είναι αυτό που λένε οι Άγγλοι "love at first sight". Του είπα να δούμε το σενάριο, αλλά δυστυχώς τότε δεν τον είχε στηρίξει ακόμα ο κόσμος στον οποίο είχε απευθυνθεί.

Πείτε μας δύο λόγια για την ταινία «Ο χειμώνας»;

Ε.Π.: Είναι μία ταινία φαντασίας, το θέμα είναι -θα λέγαμε- αυτοβιογραφικό. Είναι ένας νέος που ζει στο Λονδίνο, που ζει στο δικό του κόσμο, και αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα να βρει τις ρίζες του, το σπίτι των γονιών του που είναι στη Σιάτιστα, ένα ξεχαρβαλωμένο παλιό αρχοντικό με διάφορες ιστορίες, που τον στοιχειώνουν και θέλει να τις ζήσει.

Τι σας έχει μείνει από αυτή την ταινία, από τα γυρίσματα αλλά κι έπειτα από την ανταπόκριση του κόσμου;

Ε.Π.: Ήταν πολύ ωραία στα γυρίσματα. Στη Σιάτιστα έκανε πολύ κρύο, αλλά οι κάτοικοι μας περιέβαλλαν με αγάπη. Η υποδοχή ήταν εξαιρετική μας έφεραν ωραία φαγητά και να πιούμε... βέβαια εγώ δεν πίνω. Προσωπικά το ευχαριστήθηκα πάρα πολύ γιατί ο Κώστας ενώ έχει τσαγανό, δε σε καταπιέζει. Σε αφήνει να κάνεις αυτό που νομίζεις. Υπήρχε ένα πρόβλημα με το crew, που ήταν Πολωνοί, βέβαια δεν μας είπαν τίποτα τα παιδιά για να μη μας χαλάσουν τη διάθεση. Έγινε λοιπόν όλο αυτό και μετά έκανε την καριέρα του σαν ταινία. Πέρυσι πήγαμε Νέα Υόρκη με την ταινία, όπου άρεσε και εκεί πάρα πολύ. Επίσης παίχτηκε και στο Τριανόν όπου ήρθε πολύς κόσμος για να παρακολουθήσει την ταινία, αλλά βραβεύτηκε και στο Διεθνές Φεστιβάλ Κύπρου, που ήταν φοβερή επιτυχία. Τώρα, με αυτό το φεστιβάλ θα ταξιδέψει σε διάφορες πόλεις και είμαι σίγουρη πως θα αρέσει γιατί είναι, αυτό που λέμε, βγαλμένη από την καρδιά, από τη ψυχούλα του. Δεν το έκανε ούτε για να εντυπωσιάσει, ούτε για να βγάλει χρήματα, αλλά για να πει αυτά που έχει μέσα στη ψυχή του και εμένα αυτές οι ταινίες μου αρέσουν. Επίσης είναι μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Κι επειδή ο Κώστας γνωρίζει πολύ καλά την τεχνική των εφέ, βγαίνουν πάρα πολύ ωραία και ονειρικά πράγματα.

 

Η Ελένη Μολφέτα μιλά με την Έφη Παπαθεοδώρου στα πλαίσια του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου «Γέφυρες»

 

Απ' όσο ξέρουμε τα γυρίσματα κράτησαν δεκαοχτώ (18) ημέρες;

Ε.Π.: Ναι, δεν κράτησαν πάρα πολύ. Κι εγώ ήμουν τρεις ή τέσσερις μέρες. Ήταν όμως εκεί και όλο το χωριό και τον στήριξαν! Το ήθελαν γιατί είναι κάτι δικό τους και επειδή αγαπάνε πάρα πολύ τον Κώστα και την οικογένεια του. Κατά κάποιο τρόπο, ήταν οικογενειακό.

Εσάς ποιος ήταν ο ρόλος σας στην ταινία;

Ε.Π.: Ο δικός μου ρόλος είναι μίας γιαγιάς, τον οποίο –επειδή είμαι και συγγραφεύς και έχω αυτό το κουσούρι- είπα στον Κώστα να τον ξαναγράψουμε μαζί. Είναι ένας λίγο αστείος ρόλος, η γυναίκα που υποδύομαι μιλάει και λίγο βλάχικα, όπως στην πατρίδα μου. Μου έλεγαν και οι κάτοικοι της Σιάτιστας αν είμαι από εκεί αλλά τους έλεγα ότι έχουμε και στα δικά μου μέρη την ίδια προφορά, την οποία κρατήσαμε λίγο γνήσια.

 

Εσάς, κύριε Μουρίκη, πως σας προσέγγισε ο Κωνσταντίνος Κουτσολιώτας;

Βαγγέλης Μουρίκης: Εγώ είχα κάνει πιο παλιά με την Inkas την ταινία «Ο Βασιλιάς», οπότε γνώριζα από τότε την Λιλέτ Μπόταση. Ο Κωστής είχε πάει στη Λιλέτ για να του κάνει την παραγωγή, είχε δει και τον «Βασιλιά» και του άρεσε πολύ, κι έτσι με πλησίασε και μου είπε για το ρόλο που είχε. Είπα μια χαρά, να το δούμε, ενώ διαπίστωσα κι εγώ ένα χαρακτήρα όπως πολύ όμορφα περιέγραψε η κυρία Παπαθεοδώρου.

Εσείς ποιο χαρακτήρα υποδύεστε και πως βιώσατε την εμπειρία των γυρισμάτων;

Β.Μ: Τότε ήμουν με διάφορες δουλειές σε συνεχή ταξίδια εντός κι εκτός Ελλάδας και σε ένα ταξίδι μου εδώ ανέβηκα για τα γυρίσματα τα οποία έγιναν μία και έξω, πρέπει να κράτησαν έξι-επτά ημέρες. Εγώ υποδύομαι τον πατέρα του κεντρικού ήρωα της ταινίας και τα γυρίσματα ήταν πολύ συγκεκριμένα και μαζεμένα. Αυτός ήταν μόνος του, εκτός από ορισμένες οικογενειακές σκηνές που είχε με τη σύζυγο του και το παιδί του στη διάλυση της οικογένειας.

Πείτε μας δύο λόγια για τον Κωσταντίνο Κουτσολιώτα...

Β.Μ: Με τον Κώστα παραμείναμε καλοί φίλοι μετά από την ταινία. Πραγματικά ήθελα να δω την πορεία του γιατί είναι άξιος καλλιτέχνης και στη ματιά και στη σκέψη και στο όνειρο που έχει, στον ορίζοντα που θέλει να ανοίξει. Αυτό σημαίνει ότι θα το κυνηγήσει και κατά έναν τρόπο θα πάει από τα δύσκολα. Αυτό φαίνεται και από τη θεματική αυτού του σεναρίου, αυτής της ταινίας που είναι ιδιόμορφη και αρκετά προσωπική.

 

Η Ελένη Μολφέτα μιλά με το Βαγγέλη Μουρίκη στα πλαίσια του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου «Γέφυρες»

 

Πως είναι η εμπειρία να συνεργάζεστε με πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες; Έχετε δει κάποια διαφορά στον Κωνσταντίνο Κουτσολιώτα, έχετε να παρατηρήσετε κάτι;

Β.Μ: Το κάθε παιδί έχει το δικό του κίνητρο και το δικό του στόχο. Από αυτή την πλευρά σίγουρα όλοι διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Παρ' όλα αυτά σε επίπεδο χαρακτήρα, θα έλεγα ότι ο χαρακτήρας αυτών των παιδιών που έχω γνωρίσει και με τους περισσότερους έχω συνεργαστεί ήταν άψογος με την έννοια και της αντιμετώπισης της δουλειάς τους και των συνεργατών τους αλλά και της σοβαρότητας απέναντι στο διακύβευμα που πάντοτε είναι η ταινία που πρέπει τελικά να παραχθεί και να ισχύσει πάνω στη μεγάλη οθόνη που είναι ανελέητη έτσι κι αλλιώς από μόνη της. Δεν μπορείς να βγάλεις κάτι που να μην έχει ένα υπόβαθρο και μία σοβαρή πρόταση. Οπότε νομίζω ότι και ο Κωστής είναι από τα πιο αξιόλογα άτομα.

Αισθανθήκατε ότι είσαστε μπροστά σε ένα επαγγελματία δηλαδή, παρ' όλο που είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία;

Β.Μ: Βέβαια, απ' όλες τις πλευρές. Και από τη σκηνογραφία της συζύγου του, Λίζας, που έκανε ένα άγγιγμα στο χώρο και αυτός ξαφνικά άλλαζε. Το μάτι το δικό μας τα βλέπει αυτά, καθώς καλούμεθα να παίξουμε σε αυτό το χώρο. Εμένα με αφορά άμεσα πάντα σε τι χώρο παίζω επομένως το παρακολουθώ.

Μίλησε πριν η κυρία Παπαθεοδώρου για τα εφέ της ταινίας, όπου εκεί φαίνεται η εμπειρία τους.

Β.Μ: Μα είναι η κύρια δουλειά του, όπως και της Λίζας και απ' όσο ξέρω έχουν γραφείο και κάνουν μέρος των εφέ των μεγάλων ταινιών της Αμερικής.

Εσείς πειράξατε το ρόλο σας στο σενάριο;

Β.Μ: Όχι δεν πείραξα τίποτα και ήταν από τις λίγες περιπτώσεις που δεν ανακατεύτηκα. Όπως είπα, επειδή πηγαινοερχόμουν και παρ΄ όλο που είχα διαβάσει το σενάριο, η κύρια ενασχόλησή μου με τον ρόλο έγινε στη Σιάτιστα, όπου αφιερώσαμε μια-δυο μέρες για να το δούμε και σε σχέση με τα προηγούμενα πλάνα που είχαν γίνει με τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Γιατί σε κάθε γύρισμα ο ηθοποιός βάζει και κάτι δικό του, προσωπικό, μέσα σε κάθε ρόλο.

 

Η Ελένη Μολφέτα μιλά με την Έφη Παπαθεοδώρου και τον Βαγγέλη Μουρίκη

 

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να γενικεύσω λίγο τη συζήτηση και να ρωτήσω πόσο πιστεύετε ότι οι καταστάσεις που βιώνουμε επηρεάζουν τους καλλιτέχνες, εν έτει 2015;

Ε.Π.: Εγώ έχω περάσει πολλές δεκαετίες, έχουν ασπρίσει τα μαλλιά μου, έχω ζήσει και πολύ χειρότερα πράγματα με την εξής όμως διαφορά: τότε ο εχθρός ήταν εμφανής. Ξέραμε ότι αυτό ήταν το τανκς, αυτός ήταν ο Ιταλός, αυτός ήταν ο φασίστας, αυτός ήταν ο σπιούνος... Τώρα είχες να κάνεις με ένα αόριστο πράγμα το οποίο χτυπούσε και άλλοι αυτοκτονούσαν, άλλοι δεν είχαν να φάνε, άλλοι έχαναν τις περιουσίες τους, έκλειναν τα μαγαζιά, δηλαδή ήταν μία κρίση άλλου είδους. Βέβαια στην κατοχή δεν ήμουν τόσο μεγάλη για να ζήσω αυτό το πράγμα. Μετά στα τόσα μετεμφυλιακά, που χτυπούσε η πόρτα και έτρεμες γιατί ο πατέρας σου ήταν αντάρτης, ας πούμε. Αλλά αυτή η καταπίεση ήταν άλλης μορφής. Δε φαινόταν, ήταν πιο ύπουλη. Βέβαια δε σταματάς να ζεις, να δημιουργείς και έχω προσέξει ότι όσο περνάνε τα χρόνια γυρίζεις στο παρελθόν ακόμα περισσότερο, δηλαδή αν ζούσα την τωρινή κρίση στα τριάντα, όπως έζησα τη δικτατορία, θα έγραφα άλλα πράγματα. Αλλά τώρα είμαι ακόμα κολλημένη στα παιδικά μου χρόνια, στα μετεμφυλιακά και αυτό που έχω γράψει τώρα και θέλω να το κάνω ταινία είναι εκεί στηριγμένο. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν έχουν αμβλυνθεί οι ευαισθησίες μου, αλλά τελικά όχι. Βλέπω στο δρόμο όλους αυτούς που κοιμούνται έξω. Υποφέρεις, κλαις αλλά ίσως δεν είμαι μέρος του προβλήματος όπως συνέβαινε τότε. Δε σταματάει όμως να ζει και να δημιουργεί ούτε ο άνθρωπος ούτε ο καλλιτέχνης.

Β.Μ: Ενδεχομένως να μη γίνονται πολλά πράγματα που θα ήθελε ένας καλλιτέχνης. Από εκεί και πέρα η τέχνη πάντοτε δουλεύει –έχει δουλέψει τουλάχιστον στον παρελθόν- κάτω από δύσκολες συνθήκες, υπάρχει, αναπτύσσεται και φέγγει κατά ένα τρόπο. Οπότε, νομίζω και στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρ' όλο που δε βοηθιέται, γίνονται προσπάθειες για να δει κάποιος κατά ένα τρόπο μέσα από την τέχνη του, μέσα από χαραμάδα και να πει κάτι. Αυτό έχει και κάποιες κυρώσεις. Πιθανόν να το κάνεις και να βρεις εγκεφαλικά, πνευματικά τον εαυτό σου λίγο απομονωμένο και μετά πας πάλι από την αρχή. Αυτή είναι μία συνεχής πάλη η οποία δίδεται...

Τι έχετε να πείτε σε κάποιον που ξεκινάει τώρα τα πρώτα του βήματα στο χώρο;

Ε.Π.: Εμένα όποτε μου λέει κάποιος ότι θέλει να γίνει ηθοποιός, του λέω αν έχει άλλο επάγγελμα και αν ξέρει να κάνει και κάτι άλλο στη ζωή του. Γιατί θα πεινάσει, δεν υπάρχει περίπτωση. Επίσης ρωτάω: «Πόσο πολύ το αγαπάς αυτό το πράγμα και γιατί το κάνεις; Είναι ανάγκη ψυχική, είναι για να βγεις στο γυαλί και να γίνεις σταρ;». Κι εμείς το ξεκινήσαμε γιατί είπαμε «θέλω αυτό» και κάτι μας έσπρωχνε σε αυτό. Ήταν κι άλλα χρόνια, πιο δύσκολα. Τώρα υπάρχει και η τηλεόραση. Έχουμε φάει τουρνέ στα κατσάβραχα. Αλλά δε μπορείς να πεις στα νέα παιδιά να μην ονειρεύονται. Το θέμα όμως είναι τι ακριβώς ζητάνε από αυτό. Θέλουν να επιβεβαιωθούν ή είναι κάτι τόσο έντονο που το ζητάει η ψυχή τους και δε μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτό; Αν είναι έτσι, τότε πρέπει να συνεχίσουν. Διαφορετικά, να ακολουθήσουν ένα άλλο επάγγελμα.

Β.Μ.: Εγώ το μόνο που έχω να πω είναι υπομονή και αντοχή στο δρόμο του. Ο δρόμος αυτός είναι Μαραθώνιος και θα τον τρέχει για πάντα. Επίσης σωστές σκέψεις για το όνειρο σου, δηλαδή το όνειρο πρέπει να είναι όνειρο αλλά και ένας δρόμος που είσαι διατεθειμένος να αντέξεις. Και φυσικά αγάπη για αυτό που κάνεις, γιατί το γουστάρεις, τίποτε άλλο.

 

Τα Cookies συμβάλλουν στην καλύτερη εμπειρία σας κατά την πλοήγηση στον ιστότοπο του evart.gr. Με την πλοήγησή σας αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης.