Παύλος Συνοδινός: "Τα πάντα συνηγορούν στο να μην έχεις το θάρρος της γνώμης σου και της διαφορετικότητάς σου"
- Λεπτομέρειες
- Γράφει ο/η Εύη Κουκά Εύη Κουκά
- Κατηγορία: Συνεντεύξεις Συνεντεύξεις
- Δημοσιεύθηκε : 28 Νοεμβρίου 2016 28 Νοεμβρίου 2016
Σε αυτή τη φανταστική χώρα που φτιάξαμε, πρέπει σώνει και καλά να είσαι χαρούμενος, έτσι ώστε να καταναλώνεις...
λέει στον Γιάννη Φύτρο και την Εύη Κουκά ο Παύλος Συνοδινός.
Βράδυ Δευτέρας και τί καλύτερο από ένα ποτάκι και μία ανοιχτή πλην άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση με έναν καλλιτέχνη που τον έχουμε συναντήσει ως μουσικό δίπλα σε γνωστούς ερμηνεύτες της ελληνικής σκηνής, ως δημιουργό, ερμηνευτή, κιθαρίστα και όχι μόνο των Greeklish Babylon, αλλά και ως βασικό μέλος ή/και κινητήρια δύναμη διαφόρων projects. Ο λόγος για τον Παύλο Συνοδινό, με τον οποίο μιλήσαμε για την Ευτυχομανία, για την "Ασημένια κλωστή" αλλά και περί πολλών άλλων θεμάτων, πάντα με ευγένεια αλλά και πάντα σταράτα.
Έχουν περάσει τρία χρόνια από την προηγούμενη συνάντησή/συνέντευξή μας και να 'μαστε πάλι εδώ... Μέσα σε αυτή την τριετία, δημιουργήθηκε και η Ευτυχομανία, ένα ιδιαίτερο project με το οποίο θα ήθελα να ξεκινήσουμε αυτή τη συζήτηση...
Τρεις βασικοί άξονες: Greeklish Babylon, Σούλης Λιάκος, Νίκος Ζιώγαλας. Η ανάγκη και των τριών για πρωτότυπη δημιουργία και ήχο γέννησε την ΕΥΤΥΧΟΜΑΝΙΑ. Στίχοι του Σουλη Λιάκου, γνωστό από τη συνεργασία του με τον Δ. Ζερβουδάκη, μουσικές του Λιάκου αλλά και δικές μου. Ο ήχος των Greeklish και η ερμηνευτική συμμετοχή και καθοδήγηση του Νίκου Ζιώγαλα έφτιαξαν ένα παγανοβουκολικό ska rock, όπως μας άρεσε να το ονομάζουμε, ή αλλιώς απλά έθνικ ηλεκτρικό.
Ποια ήταν η ανταπόκριση του κόσμου σε αυτόν το νέο ήχο;
Η Ευτυχομανία φιλοξένησε πολλές διαφορετικές ηλικίες, από 25 μέχρι 65 χρονών, διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις, κάτι που όριζε από την αρχή του και το "καταστατικό" των Greeklish Babylon. Το κοινό που ανταποκρίθηκε σε αυτό το project ήταν τόσο ετερόκλιτο, γεγονός που αξίζει να παρατηρηθεί. Σε αυτό το σημείο όμως αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι κάπως έτσι βγαίνουν πράγματα με την όποια δική τους αξία, δηλαδή όταν αντί να τσακωνόμαστε και να εστιάζουμε στις διαφορές μας, κοιτάμε που συγκλίνουμε και πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε μέσα από τις διαφορές αυτές.
Πως προήλθε ο τίτλος «Ευτυχομανία» και τι θέλετε να δηλώσετε μέσα από αυτόν;
Ο τίτλος δόθηκε από το ομώνυμο τραγούδι μέσα στο δίσκο, που έχει σαν υπότιτλο «Αλίμονο σου αν δε χαρείς». Σε αυτή τη φανταστική χώρα που φτιάξαμε, πρέπει σώνει και καλά να είσαι χαρούμενος, έτσι ώστε να καταναλώνεις. Πρέπει να είσαι συνέχεια χαρούμενος, να χειραφετείσαι με βοήθειες. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά που σε φέρνει αντιμέτωπο με την προσφυγιά, με τη φτώχεια, με τη σκέψη «γιατί βρέθηκα σε αυτό το σημείο;», με το τι πληρώνεις και τι δεν πληρώνεις ή τι κύκλος είναι αυτός που ολόκληρους λαούς τους βάζει να πνίγονται σε θάλασσες...
Από μουσικό δίπλα σε γνωστά ονόματα της ελληνικής σκηνής, πλέον σε συναντάμε ως δημιουργό των Greeklish Babylon, ως βασικό μέλος διαφόρων project, τη στιγμή που γενικότερα αφήνεις το προσωπικό σου στίγμα. Πώς έχει διαμορφωθεί η εικόνα σου για το χώρο και πως έχεις διαμορφωθεί εσύ μέσα σε αυτόν;
Το στοίχημα για έναν καλλιτέχνη αλλά και για έναν άνθρωπο, σε όλους τους τομείς της ζωής του, είναι να μη διαμορφώνεται από το περιβάλλον του αλλά να το διαμορφώνει εκείνος. Στην καθημερινότητα, αυτό αποδεικνύεται πραγματικά δύσκολο και μοναχικό πολλές φορές. Δεν ξέρω αν έχω εικόνα για το χώρο, γιατί ουσιαστικά έχω πάψει να τον παρακολουθώ με την κλασική έννοια. Απλά θέλω να επιβιώσει η μουσική. Να φτιαχτούν και άλλοι, καινούριοι χώροι. Να μη μείνει στάσιμη. Να μη γίνει μια περιττή πολυτέλεια μέσα στην ολοένα και πιο υλιστική εποχή μας. Σε έναν τέτοιο αγώνα θα ήθελα να με τοποθετήσω. Και είμαι σίγουρος ότι δεν είμαι ο μόνος. Πολλοί το βλέπουν έτσι και αγνοώντας τάσεις και μόδες προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα όνειρο καινούριο, χωρίς δανεικά και δεκανίκια, από την αρχή. Όχι απαραίτητα για το "εγώ" αλλά γιατί βιώνουν την τέχνη τους ως κάτι το απαραίτητο, σαν το οξυγόνο.
Ερχόμαστε στο παρόν και στη συμμετοχή σου στο F65 που παρουσιάστηκε στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο...
Σπύρος Οικονομάκος ο σκηνοθέτης, Ναταλία Μαργωμένου στο κείμενο και σε έναν από τους ρόλους, Αγάπη Βατιάνου, Κωσταντίνος Θαλλασοχώρης, Κυριακός Σαββόγλου, Νίκος Κοιλός. Σε μια blue ατμόσφαιρα, ένα ψυχολογικό - ερωτικό θρίλερ, καθρέφτης της σημερινής πολυδιάστατης πραγματικότητας που αντιμετωπίζουμε. Λίγο σαν απωθημένο και παιδικό παράπονο προς τους πιο ισχυρούς. Γιατί η δική σας πραγματικότητα να ισχύει και η δική μου όχι; Ένας μικρός κύκλος τριών παραστάσεων έγινε στο Γυάλινο upstage. Από τον καινούριο χρόνο σχεδιάζουν να το μεταφέρουν σε έναν αμιγώς θεατρικό χώρο. Κάποια τραγούδια και λίγο sound desing με την κιθάρα μου και τον Δημήτρη Χατζηδημητρίου στα πλήκτρα πλαισιώνουν την παράσταση.
Και έχουμε και την «Ασημένια κλωστή», ένα καινούριο τραγούδι, που σε «δένει» με το F65...
Ναι, με αφορμή την παράσταση φτιάξαμε αυτό το τραγούδι, με τίτλο "Ασημένια κλωστή". Είναι σε μουσική και στίχους του Σούλη Λιάκου, ενορχήστρωση, παραγωγή και ερμηνεία δική μου. Είναι μεν ένα ερωτικό τραγούδι που δίνει όμως ταυτόχρονα αυτή την παράλληλη διάσταση διαφορετικών πραγματικοτήτων. Είναι ο έρωτας που σε πάει όπου θέλει, ανεξαρτήτως εποχής, καιρού και συνθηκών.
Καί όμως το βρίσκω πολιτικοποιημένο.
"Με μια ασημένια κλωστή, με έχεις δέσει στη Γη
Και εγώ σε ακολουθάω, και όπου με πηγαίνεις πάω."
Υπάρχει κάποια άλλη δουλειά στα σκαριά αυτόν τον καιρό;
Ναι, μια άλλη δουλειά είναι ο δίσκος του Δημήτρη Χατζηδημητρίου, με τον οποίο συνεργαζόμαστε και στο F65 και υπάρχουν σχέδια και για live εμφανίσεις από κοινού. Υπάρχουν βέβαια και άλλα projects που τρέχω, καθώς επίσης ετοιμάζω και προσωπικό υλικό, άγνωστο όμως ακόμα αν θα κυκλοφορήσει σαν ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ ή σαν singles κομμάτια.
Θυμάμαι ότι είχες πει πως ένας δίσκος είναι σαν ένα είδος ταυτότητας για τον καλλιτέχνη...
Ακριβώς και για αυτό το λόγο θα ήθελα να κυκλοφορήσουν σε δίσκο. Θέλω να υπάρχει ένα project, σειρά κομματιών, εξώφυλλο, artwork κλπ. Ξέρω ότι ο κόσμος δεν προσέχει και δεν ακούει πια με αυτόν τον τρόπο μουσική. Για αυτό και δεν απορρίπτω τις ψηφιακές κυκλοφορίες ταυτόχρονα. Μπορώ να πω όμως, ότι υπάρχουν καλλιτέχνες και groups, μη εμπορικά αναγνωρίσιμοι, που έχουν αφήσει πολύ μεγαλύτερη ταυτότητα, με τη συνέπεια τους μεταξύ άλλων, αλλά και με τον τρόπο έκδοσης του υλικού τους, που το λιγοστό κοινό τους τούς αντιμετωπίζει πολύ συνολικότερα σαν καλλιτέχνες απ’ ό,τι άλλους που γεμίζουν τους χώρους που παίζουν και κατακλύζουν τα ραδιόφωνα. Βλέπεις, τα νομίσματα έχουν δυο όψεις...
Το όνομα σου το πετυχαίνουμε και στη δουλειά μιας πρωτοεμφανιζόμενης τραγουδίστριας, της Παναγιώτας Πέτση. Τι σε έκανε να μιλήσεις τη γλώσσα του «εντέχνου»;
Πολύ χαίρομαι που με ρώτησες για αυτό. Τα τελευταία τρία χρόνια συμμετέχω σε διάφορα projects -σε άλλα περισσότερο και σε άλλα λιγότερο- που έχουν σαν κοινό στόχο την προσπάθεια να μένει ένα κάπως διαφορετικό στίγμα. Έτσι έγινε και με την Παναγιώτα Πέτση, με την ιστορία να είναι άξια λόγου... Κάποια στιγμή άγνωστοι μεταξύ αγνώστων ακόμα, ο Νίκος Νούκουτος, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι έχουν γράψει κάποια τραγούδια μαζί με την φίλη του Παναγιώτα, η οποία τραγουδάει φοβερά. "ΟΚ", του λέω. Επίσης, [μου είπε] ότι είχε την επιθυμία να στήσουμε μαζί κάπως αυτή τη δουλειά. Εμένα μου φάνηκε πολύ παράξενο όλο αυτό. "ΟΚ", του ξαναλέω. Στην πορεία, του είπα να μου στείλει τα κομμάτια. Μου έστειλε κάποια demo, χωρίς όμως ακόμα να έχω ακούσει τη φωνή της Παναγιώτας. Παρ’ όλα αυτά είδα αυτά τα κομμάτια να μιλάνε μια καθαρή έντεχνη γλώσσα. Αποδέχτηκα λοιπόν την πρόκληση να φτιάξω κάτι το οποίο θα μιλάει αυτή τη γλώσσα, όπως κάνουν οι στίχοι του Νίκου Νουκουτου. Πείραξα τα κομμάτια σε βαθμό που πλέον συνυπογράφουμε τη μουσική - μάλιστα ένα από αυτά αποφασίσαμε τελικά να το πω εγώ, θα το δημοσιεύσουμε σύντομα. Έφτιαξα τις ενορχηστρώσεις και κάλεσα μια μέρα την Παναγιώτα να έρθει να τραγουδήσει. Ήταν η δεύτερη φορά που τραγουδούσε στη ζωή της και έκανε κατ' ευθείαν τις ηχογραφήσεις που ακούτε. Κατάλαβα λοιπόν ότι έχουμε να κάνουμε με μια κοπέλα που έχει πολύ ταλέντο σε αυτό, ενώ η φωνή της έχει και ιδίωμα, κάτι που μας λείπει πολύ στις γυναικείες φωνές σήμερα. Έτσι, από το πουθενά βρεθήκαμε να έχουμε ένα project ξεκάθαρα έντεχνο, με μια πάρα πολύ καλή φωνή. Μου αρέσουν τα τραγούδια, μου αρέσει η φωνή της Παναγιώτας, μου αρέσει που όλο αυτό έγινε έτσι ξαφνικά. Είναι ένα στοίχημα όλων μας αν μία κοπέλα με μόνα όπλα ένα καλό υλικό και καλή φωνή μπορεί να μπει στο χώρο.
Πρέπει όμως να έχεις και λίγη τρέλα ώστε να πάρουν σάρκα και οστά τέτοια εγχειρήματα...
Κοίτα, είναι ωραίο να έχεις την υπογραφή σου σε δημιουργίες ανθρώπων που ό,τι κάνουν το κάνουν μόνοι τους. Και να συμμετέχεις στο πιο επιτυχημένο πράγμα του κόσμου, αν δεν είσαι εσύ η κινητήρια δύναμη, απλά το υπηρετείς και τελείωσε. Δεν είναι κακό βέβαια, ούτε το κατακρίνω. Αλλα χωρίς την αδρεναλίνη της πρωτοβουλίας, του ρίσκου και της δοκιμής γίνεται βαρετή ακόμα και η μουσική.
Θεωρείς ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να εκφράζει την άποψη του και πιο άμεσα;
Οι τέχνες και οι καλλιτέχνες της είναι η τελευταία σανίδα σωτηρίας για μια κοινωνία. Αν δεν ασκήσουν πολιτική και περιμένουμε από τους πολιτικούς, ζήτω που καήκαμε. Το κακό είναι όμως ότι η τέχνη είναι και αυτή μπίζνα. Και σαν μπίζνα η τέχνη από τη πολιτική περνάει στην στρατηγική και το λαϊκισμό. Δύο βασικές σχολές υπάρχουν: εκείνοι που δε μιλάνε, λουφάζουν για να τα έχουν καλά με όλους, ώστε να μην πούν κάτι που θα στοιχίσει στην καριέρα τους μέσα σε αυτήν την κανιβαλιστική εποχή, καθώς είναι αλήθεια πως ό,τι και να πεις θα σου κρεμάσουν τις πιο ακραίες ταμπέλες. Υπάρχουν και αυτοί που φωνάζουν, αρπάζουν την ευκαιρία να πουν τον πύρινο λόγο τους έναντι των πάντων ορατών και αόρατων εχθρών μέσα από facebook status, αντιπαραθέσεις στο twitter ή στρατευμένα στιχάκια με τον πιο ερειστικό τρόπο, ώστε να προκαλέσουν για λόγους αύξησης της δημοτικότητας τους. "Μπράβο μεγάλε, πες τα, είμαστε μαζί σου" κλπ.
Το πρώτο το βρίσκω άνανδρο, το δεύτερο τουλάχιστον εφήμερο, αν όχι κάτι χειρότερο. Ζητείται πάλι ισορροπία δυστυχώς, όσο και αν ακούγεται μετριοπαθές. Γιατί είναι τραγικό να περνάνε οι δεκαετίες και οι επεξηγήσεις της εποχής μας να έρχονται ακόμα από τα ευγενέστατα αντιλαϊκά αυτοκριτικά και αστικά κείμενα του Χατζηδάκι. Η στάση ζωής, τα τραγούδια που γράφεις, που ακούς, η καθημερινότητα σου και -όταν σε ρωτήσουν- η ταπεινή σου άποψη... Αυτή για μένα είναι άμεση τοποθέτηση. Ούτε οι υπεκφυγές, ούτε και οι λεονταρισμοί.
Ο John Morley είχε πει πως οι ταμπέλες είναι επινοήσεις που «σώζουν» τους φλύαρους ανθρώπους από το να σκέφτονται...
Τα έχουμε πει αυτά ξανά, όσο κι αν φωνάζουμε στην Ελλάδα ότι δε θέλουμε τις ταμπέλες, δε γίνεται καμία αλλαγή. Και είναι αλήθεια ότι όποιος δεν ανήκει κάπου, δυσκολεύεται πάρα πολύ να εκφραστεί καλλιτεχνικά, να βρει εργασία ή ακόμα και να βιοποριστεί. Πρέπει να ανήκει κάπου συγκεκριμένα, είτε είναι είδος μουσικής είτε κόμμα είτε κοινωνικό ρεύμα. Έξω από αγέλη κανείς δε γλιτώνει. Για παράδειγμα, υπάρχουν είδη μουσικής και μπάντες που έχουν όλη την όμορφη και εναλλακτική πρωτογένεια μέσα τους, αλλά στην Ελλάδα υπάρχει το κόμπλεξ ότι αν τολμήσεις να μιλήσεις ελληνικά, αμέσως κόβεσαι. Παρ’ όλο που στο τέλος του τραγουδιού θα πεις «ευχαριστώ» κι όχι «thank you». Τα πάντα συνηγορούν στο να μην έχεις το θάρρος της γνώμης σου και της διαφορετικότητάς σου. Δεν είναι απλά ότι δεν ανταμείβεσαι, αλλά τιμωρείσαι κιόλας. Και δεν το λέω μόνο από προσωπικά βιώματα. Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα ανθρώπων που χαίρουν φοβερής εκτίμησης από πολλούς, παλεύουν και τα καταφέρνουν να είναι διαφορετικοί και να προτείνουν πράγματα, αλλά όταν έρχεται η κρίσιμη ώρα αγνοούνται επειδή δεν φορούν μια ξεκάθαρη ταμπέλα.
Υπάρχει η δημιουργία αλλά υπάρχει και ο άνθρωπος πίσω από τη δημιουργία. Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να έχει κάποιες πεποιθήσεις που δεν είναι αποδεκτές από το ευρύ κοινό μιας δεδομένης εποχής. Τότε κρίνεις την τέχνη καθεαυτή ή το εκάστοτε έργο παίρνει τη «ρετσινιά» του δημιουργού του;
Βασικά είναι το τι έχεις ανάγκη να πιστέψεις. Έχεις ανάγκη από έναν λαϊκό ήρωα ή έναν λαϊκό εχθρό; Ή έχεις ανάγκη από ένα καλλιτεχνικό έργο που θα σε πάει ένα βήμα παραπέρα; Θα ήταν ωραίο να ξέρουμε αυτοί οι δημιουργοί, λαϊκοί ήρωες ή εχθροί μας, κατά πόσο έφτιαξαν τα έργα τους με τα χέρια και κυρίως με την ψυχή τους ή εκμεταλλεύτηκαν μέσα από τις πεποιθήσεις τους ανθρώπους και καταστάσεις. Κοινώς, αν το έργο τους τους ανήκει στα αλήθεια ή όχι. Ο Χρήστος Θηβαίος έκανε πριν κάποιους μήνες δηλώσεις που κρίθηκαν άστοχες και αντιλαϊκές, τουλάχιστον ως προς την διατύπωση, με αποτέλεσμα μέσα σε λίγες ώρες να κανιβαλιστεί και να σπιλωθεί μαζί με εκείνον και όλη αυτή η μεγάλη διαδρομή που έχει κάνει μέχρι σήμερα. Εκείνη την περίοδο όμως ταυτόχρονα, μέσα από προσωπική του έρευνα και μελέτη, συνέθετε το δίσκο που μόλις τώρα κυκλοφόρησε με τίτλο "Σιδερένιο Νησί", που πραγματεύεται την πρώτη αιματοβαμμένη απεργία που έγινε στην Ελλάδα το 1916 στα μεταλλεία της Σερίφου με αίτημα καλύτερες συνθήκες εργασίας, την ίδια στιγμή που άλλοι αγαπημένοι και ταυτισμένοι με τον κόσμο τραγουδοποιοί και ερμηνευτές δείχνουν πραγματικά άτολμοι προς τέτοιου είδους κατευθύνσεις, προσέχοντας απλά την εικόνα τους και τα λεγόμενα τους. Πολλές αντιφάσεις, δε νομίζετε;
Να κλείσουμε με μουσική και συγκεκριμένα με τις συναυλίες στην Ελλάδα...
Καταρχήν έχουμε ένα πρώτο δυστύχημα το οποίο είναι ότι οι ελληνικές παραγωγές είναι πραγματικά φτωχές και πρόχειρες. Δεν μπορούμε να ρίξουμε ευθυνή σε κάποιον συγκεκριμένα για αυτό εν μέσω μιας τέτοιας οικονομικής κατάστασης. Το δεύτερο κακό είναι ότι αν και η Ελλάδα έχει γίνει ένας σταθερός σταθμός για τις περιοδείες μεγάλων ονομάτων, δεν έχει όμως ικανοποιητική συχνότητα. Τα δύο-τρία φεστιβάλ που θα φέρουν δύο-τρία μεγάλα ονόματα μια φορά το χρόνο δεν είναι ικανά να μας δημιουργήσουν καθημερινή τριβή με τέτοια show. H αφισοκόλληση σε μια μέση ή και μικρή ευρωπαϊκή πόλη για τα επερχόμενα live της μου προκαλεί ζήλια. Δυστυχώς παραμένουμε αποκομμένοι και δεν ξέρω αν είναι μόνο η κρίση υπεύθυνη για αυτό. Μου στοιχίζει αυτό, διότι δεν παίρνω τα ερεθίσματα που χρειάζομαι. Φεύγοντας από την πρόσφατη συναυλία του Steven Wilson, ερωτευμένος από την αρχή με τη μουσική, το κατάλαβα αυτό ακόμα περισσότερο. Όσο να 'ναι όμως όλο και κάτι περισσότερο γίνεται κάθε χρονιά.
Φωτογραφία εξωφύλλου: Σταύρος Χατζησιδέρης
Φωτογραφίες: Σταύρος Χατζησιδέρης, Evart.gr, Λαμπρινή Σωτηρίου