Ζωρζ Πιλαλί

Ο καλλιτέχνης γεννιέται. Ένας άνθρωπος έχει μία κλίση προς την τέχνη και την εξελίσσει. Και πως μπορεί να γίνει αυτό; Αν βάλουμε και την αρετή, δηλαδή τα κότσια.

λέει στην Εύη Κουκά ο Ζωρζ Πιλαλί

Ο Γιώργος Πιλάλας ή Ζωρζ Πιλαλί, σατιρικός ποιητής, μουσικός και τραγουδιστής, έχει κάνει την πρώτη φάρσα στο λαϊκό τραγούδι και έχει συνδυάσει στη μουσική του το ρεμπέτικο με το blues και πρόσφατα το blues με τη σύγχρονη μουσική. Γεννηθείς το 1958 μετράει πολλά χρόνια στο χώρο της μουσικής, αφού ασχολείται με αυτή από μικρός, τα οποία γεμίζει με πολλές και ενδιαφέρουσες συνεργασίες και δημιουργίες.

Με αφορμή το live στο Κύτταρο την Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου, κανονίσαμε να συναντηθούμε για μία συνέντευξη στα Εξάρχεια. Ηχογραφήσαμε τη μία ώρα της συζήτησης μας, η οποία τελικά κράτησε αρκετά παραπάνω. Δεν ξέρω αν θα συμφωνήσετε ή θα διαφωνήσετε μαζί του, αλλά προσωπικά μετά από αυτή την ενδιαφέρουσα κουβέντα γέμισα ερωτήματα, προβληματίστηκα και έφτασα σε σημείο να αναθεωρήσω κάποιες μέχρι πρότινως παγιωμένες απόψεις μου. Σίγουρα αυτή η συνάντηση ήταν από αυτές τις εμπειρίες που σε πηγαίνουν ένα βήμα πιο μπροστά. Κάποιοι θα λατρέψετε όσα λέει... Σε όσους κάπως σας ξενίσουν, προτείνω απλά να είστε λίγο πιο "ανοιχτοί", λίγο πιο δεκτικοί και σίγουρα να μην τα προσπεράσετε!

 

Στις μουσικές σας συναντάμε στοιχεία από ρεμπέτικο, blues και rock αλλά ο πρώτος σας δίσκος ήταν λαϊκός...

Δεν ήταν λαϊκός. Ήταν, ας πούμε, η πρώτη φάρσα που γίνεται στο λαϊκό τραγούδι. Χρησιμοποιούμε τα στοιχεία ακριβώς του λαϊκού τραγουδιού για να εμπαίξουμε τον τρόπο έκφρασης. Μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν την υπερβολή του λαϊκού τραγουδιού για να υπερβάλλουν οι ίδιοι κι έτσι να φέρουν ένα χάχανο, ενώ αυτό το τραγούδι το άκουγαν νομίζοντας ότι είναι λαϊκό –το χόρευαν κιόλας- με τα στοιχεία αυτά του λούμπεν τραγουδιού. Το λαϊκό τραγούδι είναι μία παρωδία του ρεμπέτικου και δημιουργήθηκε για την αναψυχή των τότε οικονομικά ανερχόμενων τάξεων. Μετά, αυτό καθιερώθηκε μέσα από τη χούντα όπως και το ποδόσφαιρο, δηλαδή ο τρόπος που αντιλαμβάνεσαι το φίλαθλο αίσθημα και το εκφράζεις. Είχαν κάποιους λαϊκούς τραγουδιστές της εποχής, που περισσότερο μιμούνταν μία νοοτροπία του έθνους και αυτό εξέφραζαν. Οι περισσότεροι ήταν συντεχνιακοί ή, ας πούμε, συνοικιακοί τραγουδιστές. Οι πιο πολλοί από αυτούς ήταν ευαίσθητοι άνθρωποι γι' αυτό και συγκινούνταν από το παραμικρό δράμα, το οποίο μας το μετέδιδαν και συγκινούμασταν κι εμείς. Αλλά όταν λέμε λαϊκό τραγούδι, θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας τις αναφορές γι' αυτό που θα λέμε ελληνικό. Αν το πάρουμε από το πέμπτο αιώνα και το φτάσουμε στην εποχή μας και διανύσουμε αυτή την εποχή, θα δούμε ότι μία λαϊκή παράσταση θα πρέπει να έχει στοιχεία από την αρχαία Ελλάδα μέχρι τη σύγχρονη. Την αρχαία Ελλάδα την ξέρουμε, αλλά τη σύγχρονη όχι. Δε μας την έχουν συστήσει επίτηδες, διότι οι σπουδαίοι δήθεν τάχα μας συνθέτες, οι οποίοι παρουσιάζονται σα μουσικοί αλλά δεν είναι, δε φέρουν στην πληρότητά τους αυτό που θα λέγαμε θέατρο και ασχολήθηκαν με το να μας συστήσουν όχι τη μουσική αλλά την ποίηση.

Δεν υπάρχουν όμως και σημαντικοί συνθέτες στην πιο πρόσφατη ιστορία του ελληνικού τραγουδιού;

Οι μεγάλοι συνθέτες της σύγχρονης εποχής είναι αυτοί που θα κάνουν τη μεγάλη τομή του περασμένου αιώνα. Αυτοί είναι ο Ιάννης Ξενάκης, ο Γιάννης Χρήστου, ο Νίκος Σκαλκώτας και μετά ακολουθούν μουσικοί που ασχολούνται με την ηλεκτρονική μουσική στην Ελλάδα και το εξωτερικό και μία πλειάδα εξαιρετικών μουσικών σύγχρονης μουσικής. Αυτοί οι άνθρωποι έμειναν στο περιθώριο, ακριβώς διότι οι άλλοι εξυπηρετούσαν μία πολιτική προπαγάνδα, η οποία ήθελε να συστήσει μέσω μίας λαϊκότροπης μελωδίας τους ποιητές στον όχλο. Ο νους δε δύναται το γενναίον της ποιήσεως αυτού να γίνει αντιληπτό μέσω αυτής της μελωδίας. Η ουσία της ποιήσεως εξέπεφτε στη νοοτροπία κι έτσι το ακατανόητο γινόταν συμπαθές, δηλαδή οικείο. Μέσα από ένα κείμενο ή ένα ποίημα που διαβάζουμε δεν υπάρχει η αναγνώρισις στην ανάγνωση; Η ανάγνωση δε θέλει κάποιο τίμημα; Αυτό που βλέπουμε σε μία τέχνη κυρίως είναι η αδυναμία, δηλαδή το τίμημα. Είναι αυτό το φορτίο που δεν μπορεί να σηκώσει στην πλάτη του κι όταν πάει να το σηκώσει, λυγίζει.

Άρα είστε εναντίον της μελοποίησης ποιημάτων...

Μα το ποίημα έχει μουσική, αρμονική ροή από μόνο του. Δε χρειάζεται τη βοήθεια κανενός συνθέτη δευτερευούσης σημασίας, γιατί αν δεν ήταν ελάσσονες δε θα καταπιάνονταν με αυτό. Αυτός που θα πρέπει να ασχοληθεί με το ποίημα, αλλά δε θα το κάνει σίγουρα, θα πρέπει να είναι ισάξιος ή υπέρτερος αυτού. Έχει κάποια αδυναμία το ποίημα για να χρειάζεται τη συναισθηματική φόρτιση της μουσικής; Το ποίημα από μόνο του είναι αυτάρκες. Ο Καβάφης ήξερε συνθέτες εκείνη την εποχή, δεν απευθύνθηκε όμως σε κανένα. Το ίδιο και ο Σικελιανός και μάλιστα συνεργάστηκε με αυτούς που γνώριζε στην τραγωδία που ανέβασε στην Επίδαυρο. Λοιπόν, οι μελοποιήσεις είναι αποκυήματα μίας άθλιας νοοτροπίας, είναι αυτό που θα λέγαμε «πες μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι». Αυτό που χαίρεται ο ποιητής είναι η παρτιτούρα, δηλαδή το μουσικό κείμενο. Και πότε γίνεται μουσικό; Υπάρχουν οι έννοιες που αποδίδονται σε λέξεις και έπειτα οι έννοιες και οι λέξεις σε ήχους. Άρα έχουμε ένα πλήρες έργο, μία πλήρη μουσική παρτιτούρα.

Δηλαδή ξεχωρίζετε και το ποίημα από τους στίχους των τραγουδιών;

Οι στίχοι των τραγουδιών μπορούν να μιλούν για τη καθημερινότητα και για διάφορα άλλα. Ένα ποίημα μιλάει για μία άλλη διάσταση, η οποία αποκαλύπτεται στην τέχνη. Η τέχνη διδάσκεται μέχρι ενός σημείου, όπως και η γλώσσα, αλλά ο λόγος κατακτάται με όλες τις συνέπειες που υπάρχουν σε αυτή την κατάκτηση. Θα διαβάσεις άλλα ποιήματα, θα ασχοληθείς με την άσκηση γραφής αλλά, όπως είπα, αυτά είναι μέχρι ενός ορίου. Η ποίηση το έχει αυτό γιατί αποκαλύπτεται, διότι ξεπερνά το μορφωτικό επίπεδο του ποιητή. Αυτό γίνεται μέσω της αποκαλύψεως κι όχι της συστηματικής άσκησης, γραφής και ανάγνωσης κειμένων. Συνήθως, λέμε, οι δάσκαλοι διδάσκουν τους φιλομαθείς και υπενθυμίζουν στας εξαιρέτους διανοίας.

Ποια είναι η άποψη σας για τον όρο «έντεχνο τραγούδι» ο οποίος υπήρξε αρχικά ως «έντεχνο λαϊκό τραγούδι»;

Αυτό τον όρο τον έχει θέσει ο Μάνος Χατζηδάκις, όχι ο Μίκης Θεοδωράκης, που πάντα παρασιτούσε πάνω στο έργο του Χατζηδάκι. Το έντεχνο έχει και την υπόνοια του λόγιου. Αν υπάρχει κάποιος Γκάτσος, αν υπάρχει ο Χατζηδάκις, έχει καλώς. Αλλιώς, υπάρχουν κάτι παρέες που ενδύθηκαν αυτό το περίβλημα για να μπορούν να το πουλήσουν ως άλλοθι στους ιδιωτικούς υπαλλήλους. Συνήθως σε αυτούς απευθύνονται. Δε θα μπορούσαν να προσβάλλουν το κοινό τους λέγοντας ότι είναι μία ποπ σαχλαμάρα ή κάτι ψευτολαϊκό. Μιλώντας για κάποιους από αυτούς, τα θέματα τους είναι απλοϊκότατα, κάποια στιγμή καταντούν ακόμα και χυδαία. Για παράδειγμα, όταν παίρνουμε μία ρήση ενός φιλοσόφου, θα τη βάλουμε όπως είναι και δεν τολμάμε να την αλλάξουμε για να την οικειοποιηθούμε. Επίσης, ποιο είναι αυτό το έργο απ' όπου θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα απόφθεγμα και να το κολλήσουμε μέσα σε ένα άλλο έργο χωρίς να δημιουργηθεί καμία παρεξήγηση; Αυτό μπορεί να συβεί μόνο αν είναι συγγενείς του πνεύματος, ως πρός την τέχνη. Αν πάρουμε δηλαδή ένα απόφθεγμα του Σαίξπηρ και το προσθέσουμε σ' ένα έργο ενός αντίστοιχου κλασικού, δε θα φανεί παράταιρη αυτή η εμβολή.

Έτσι όπως τα λέτε είναι σαν μη βλέπετε εξέλιξη στο ελληνικό τραγούδι...

Δε λέω αυτό. Απλά οι δημοσιογράφοι πρέπει να ξαναπάρετε στα χέρια σας τα πράγματα και μέσω της παιδείας σας, που δε δύναται να μυήσει αλλά δύναται να ορίσει, να βάλετε κάποια όρια. Τι έντεχνο; Όχι, δεν είναι έντεχνο. Κάποια στιχάκια από αυτούς μυρίζουν και λίγο καβαλίνα. Είναι πολύ της εξοχής. Δήθεν τελείως. Ασυναρτησίες. Με μία μουσική που πολλές φορές μπορεί να υποβάλλει κάτι, ας πούμε μία αίσθηση.

Επίσης, βλέπουμε σε ένα λαϊκό θέαμα ότι δεν υπάρχει κάτι να προσβάλλει το κοινό αίσθημα και την κοινή λογική, κάτι που να ξαφνιάζει το θεατή. Από την αρχή μέχρι το τέλος ο θεατής έχει προβλέψει τα πάντα και γι αυτό πηγαίνει σπίτι του βαθύτατα ικανοποιημένος. Στο μέσο θέαμα θα δούμε ότι η κοινοτυπία ενδύεται μ' ένα ευφυολόγημα το οποίο ο κοινός νους αντιλαμβάνεται σα μία σοφιστεία ή σοφία. Αν δεις τους περισσότερους από αυτούς, αυτό κάνουν. Μερικοί, όχι όλοι. Οι άλλοι ασχολούνται με την καθημερινότητα, απευθύνονται σε καθημερινούς ανθρώπους, όπου τα πράγματα εκεί είναι εύκολα.

Αναφέρατε προηγουμένως το Μίκη Θεοδωράκη σε σχέση με το Μάνο Χατζηδάκι...

Εγώ νόμιζα ότι τις περισσότερες αναφορές θα τις είχαμε από τον Χατζηδάκι στο Θεοδωράκη, αλλά δυστυχώς συμβαίνει το αντίθετο. Ο Θεοδωράκης έλεγε ότι ήθελε να μάθει αυτό που κάνει ο Χατζηδάκις. Είναι δύο εκ μέτρου αντίθετοι καλλιτέχνες ως συνθέτες. Δεν έχουν καμία σχέση, ούτε πρέπει να τους συγκρίνουμε. Ο ένας μπροστά στον άλλο είναι ελάσσονος σημασίας. Το έργο του Θεοδωράκη δεν έχει κανένα μουσικό ενδιαφέρον ή πρωτοτυπία και δεν πίπτει κανένα πρόβλημα προς λύση. Αυτό που έκανε είναι να μιμείται κάποιους ήχους και να απευθύνεται πάντα στον όχλο. Ήταν οχλοκόλαξ, ως δήθεν αριστερός σε μία χώρα βαθύτατα κομουνισμένη, δηλαδή οχλοκρατούμενη. Βλέπεις για παράδειγμα το Πολυτεχνείο. Με το που πέφτει η Χούντα είναι ενάμιση εκατομμύριο απ' έξω το οποίο φωνάζει «Δώστε τη Χούντα στο λαό». Κατάλαβα λοιπόν τότε ότι πρόκειται περί επίβουλου όχλου. Επτά χρόνια είχαμε Χούντα, τώρα τη ζητάς; Που ήταν τόσο καιρό, τώρα βγήκαν έξω οι θρασύτατοι και θρασύδειλοι; Δυστυχώς επειδή οι κυβερνήσεις έχουν μετατρέψει έναν κόσμο σε όχλο, τον υπηρετούν κι εκείνος τους υπηρετεί με τη σειρά του και είναι ένας φθονερός και κακός εντολέας. Γι αυτό βλέπουμε ότι υπάρχει αυτή η ασυνέχεια στον πολιτισμό μας. Δεν μπορεί οι Γάλλοι να λένε ότι ο Ξενάκης είναι Γάλλος ελληνικής καταγωγής. Μας φτύνουν στα μούτρα. Στο λαϊκό μας θέαμα δε θα έπρεπε να είναι ο Ξενάκης; Μέσα στη λαϊκή παράσταση δε θα έπρεπε να ήταν ο Σκαλκώτας ή ο Χρήστου; Με τον τρόπο του ο καθένας. Λαϊκός τραγουδιστής δεν είναι αυτός που φέρει τα μουσικά ιδιώματα μιας νοοτροπίας. Δε θα έπρεπε να έχει σάτιρα το λαϊκό θέαμα; Είναι λογοτεχνικό είδος η σάτιρα. Μπορεί μεταξύ μας να σατιρίζουμε την καθημερινότητά μας αλλά σαν είδος είναι σοβαρό.

Εσείς προτιμάτε να εκφράζεστε μέσω της σάτιρας. Τι βρίσκετε σε αυτό το είδος;

Έτσι μου βγαίνει, αυτό με εκφράζει. Εντάξει, μπορείς να έχεις πολλά στοιχεία αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι άλλο είναι τα χαριεντίσματα των μίμων και τηλεμίμων και άλλο η σάτιρα με «ι» που φέρει την καταγωγή της από τη Σικελία. Υπήρξαν μεγάλες σχολές και μεγάλοι σατιρικοί ποιητές, όπως ο Γιουβενάλης και ο Μαρτιάλης. Εδώ έχουμε ένα και μόνο σατιρικό ποίημα του Παπαδιαμάντη, το «Έκπτωτος ψυχή». Από αυτό διαφαίνεται και η ιδιαίτερότητα και η δυσκολία γραφής ενός σατιρικού ποιήματος. Έχει σοβαρή παράδοση η σάτιρα στην Ελλάδα, δεν είναι αυτό που βλέπουμε στις τηλεοράσεις ή τα αναψυκτήρια.

Τι θα πει «καλλιτέχνης» για εσάς;

Ένας που γνωρίζει καλά την τέχνη και δημιουργεί μέσα από αυτή, μέσα από τα όρια της. Εκεί υπάρχει η ελευθερία, δημιουργείται μέσα από τα όρια. Ο καλλιτέχνης γεννιέται. Ένας άνθρωπος έχει μία κλίση προς την τέχνη και την εξελίσσει. Και πως μπορεί να γίνει αυτό; Αν βάλουμε και την αρετή, δηλαδή τα κότσια. Για παράδειγμα στην δική μας εποχή, δηλαδή το 1986-1987, έπεσαν πολλά εκατομμύρια πάνω στο τραπέζι. Όποιος έβαλε το χεράκι του να τα πάρει, μια χαρά τα πήρε. Μην παραπονιέται όμως τώρα που δεν μπορεί να γράψει κάτι της προκοπής ούτε να σκεφτεί για κάτι παραπάνω. Υπάρχει ένα αντίτιμο. Υπάρχει μία πολύ ωραία ταινία «Βόλτα με το Μολιέρο / Alceste a bicyclette». Επίσης, πριν μερικά χρόνια είχα παρακολουθήσει μία παράσταση, τη «Συρανό ντε Μπερζεράκ», ο οποίος (Συρανό) υπήρξε φίλος του Μολιέρου. Στην τελευταία σκηνή, ο Συρανό φτάνει ετοιμοθάνατος στο μοναστήρι όπου μονάζει η ξαδέλφη του και παρακαλεί να μην τον αγγίξει κανείς. Εκεί εξαπολύει ένα λίβελο για το ψεύδος, ενώ απευθύνεται στον κόσμο. Πάει ο μουσικός, ή καλύτερα συνθέτης, και βάζει μία μελωδία χωρίς βέβαια να έχει ακούσει την παράκληση του Συρανό. Ήταν εξαιρετική, αλλά ήταν εκτός θέματος. Με αυτό μας έδειξε την αδυναμία, το τίμημα. Δεν έχεις δει πως το ταλέντο σε προδίδει, όταν ο χαρακτήρας είναι αδύναμος;

 

Ζωρζ Πιλαλί

 

Έχετε συμπράξει επί σκηνής με τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Μιλήστε μας γι αυτή τη συνεργασία αλλά και για τον Πάυλο, ως άνθρωπο.

Αυτό που βλέπετε στα έργα του, δε διαφέρει από αυτό που είναι σαν άνθρωπος και σα χαρακτήρας. Είναι ένα πολύ δύσκολο έργο, από το οποίο λίγα πράγματα μπορείς να εκφράσεις και να τραγουδήσεις. Άλλα δε συζητούνται και δε λέγονται. Υπάρχει εκεί, όπως λέει κι ο ίδιος, ένα αντίτιμο. Αν δεν το έχουμε δώσει αυτό το αντίτιμο ή δεν έχουμε σκεφτεί πράγματα που έχει σκεφτεί εκείνος, δεν πλησιάζονται κάποια τραγούδια του, τα αφήνουμε παραδίπλα. Ήταν ένας ευγενέστατος, ένας ευγενής, ευαίσθητος άνθρωπος, ένας ποιητής.

Και βρίσκεστε και με το Δημήτρη Πουλικάκο στη «Θεοκωμωδία»...

Ναι, συνεργάστηκα με το Δημήτρη Πουλικάκο στο δίσκο «Θεοκωμωδία», όπου εκεί τραγουδάει τον «Μπάμπη το Φλου» και το «Άμα το λέει η σούφρα σου», που εδώ η σούφρα είναι το κέντρο των συναισθημάτων. Παρουσιάζεται έπειτα σαν guest στις παραστάσεις που δίναμε στο An στα Εξάρχεια. Εκεί διαβάζε κείμενα του Πάνου Κουτρουμπούση, δικά μου και κάποια δικά του. Δημιουργώ τότε και τον τύπο του «χερ προφεσόρ» Μητς Πουλικακόφ που ήταν ένας μυστήριος καθηγητής, ο οποίος διαβάζει αυτά τα ποιήματα, μερικά εκ των οποίων ανήκαν και σε άλλους σύγχρονους ποιητές. Η ιδέα ήταν κυρίως να περάσει η λογοτεχνία μέσα από το rock 'n' roll. Ακόμα και ο Μπάτης παρουσιαζόταν ως ένας κυνικός φιλόσοφος, όπως έχει παρουσιαστεί στο παρελθόν και από πιο λαϊκούς συνθέτες αλλά και από τον Σαββόπουλο. Εκεί συναντήθηκε το ρεμπέτικο με το ελληνικό ροκ, το οποίο συνέβη όχι μόνο μέσω της μουσικής αλλά και μέσω της αργκό. Έτσι γίνονταν αυτές οι παραστάσεις το 1994, 1995 και 1996. Μετά δεν είχε τόσο πολύ ενδιαφέρον. Δεν μπορεί να υπάρξει μία συνέχεια από τη στιγμή που υπάρχει μία κορύφωση. Μετά αρχίζει η πτώση. Η ιδέα της «Θεοκωμωδίας» ήταν τα τραγούδια, τα κείμενα, κι ό,τι γινόταν μεταξύ μας. Με τη «Θεοκωμωδία» τα παιδιά μπήκαν μέσα στην καθαρεύουσα, τους άρεσε αυτή η αυστηρότητα που έβγαινε από τη χρήση της και γελούσαν με αυτό το ήθος και την υπερβολή που υπήρχε. Τους άρεσε έτσι μία γλώσσα που τότε είχε αφοριστεί.

Έχετε συνεργαστεί επίσης με Bob Brozman και Louisiana Red στο εξωτερικό. Έτυχαν αυτές οι συνεργασίες ή τις κηνυγήσατε;

Όχι, δεν έτυχαν. Συμπαραγωγός του CD ήταν ο Γιάννης Αγγελάτος ο οποίος γνώριζε τους μουσικούς αυτούς και έτσι μου τους σύστησε για να μπορέσει να υπάρξει μεταξύ μας μια συνεργασία. Βέβαια ο καθένας «συστήθηκε» μέσα από το έργο του. Με τον Brozman παίξαμε στο Wilpen και στο Quebec. Υπήρχε κι ένας δίσκος που είχαμε κάνει μεταξύ μας και πολλές ηχογραφήσεις. Ο δίσκος ήταν δικός του με συμμετοχές άλλων μουσικών ανά τον κόσμο. Τον Brozman, ας πούμε, τον ενδιέφερε η ενορχήστρωση που είχα κάνει με τα παραδοσιακά όργανα. Μεγάλο ενδιαφέρον στην Αμερική υπήρξε και από τον Bruce Iglauer, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος και σπουδαιότερος παραγωγός blues στην Αμερική και διευθυντής της Alligator Records και τον ενδιέφερε αυτή η μίξη του blues και του ρεμπέτικου.

Μετά, με τον Louisiana Red έγινε μια ηχογράφηση που υπάρχει στη «Θεοκωμωδία» και κάμποσες άλλες σπουδαίες, κατά τη γνώμη μου, ηχογραφήσεις οι οποίες δεν είδαν το φως της ημέρας, διότι ασχολήθηκα με άλλα πράγματα. Η Ελλάδα δεν σου επιτρέπει τέτοιες παραγωγές δίσκων. Ασχολήθηκα κυρίως με το γράψιμο και μετά ήθελα να δημιουργήσω μια σύμπτυξη των blues και της σύγχρονης μουσικής. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο όμως γιατί έπρεπε να σπάσω τη φόρμα των blues και να έχω στοιχεία μέσα τονικής μουσικής, δηλαδή της σύγχρονης κλασικής. Θέματα πάρα πολύ δύσκολα γιατί ήταν δύο είδη τελείως διαφορετικά και στην έκφραση αλλά και στη φόρμα.

Το καταφέρατε όμως...

Με ενέπνευσε το τραγούδι του Jimmy Hendrix, το "Red House". Η ιστορία του "Red House" είναι ότι ο Jimmy πράγματι είχε ερωτευτεί μια κοπέλα η οποία έμενε σε ένα κόκκινο σπίτι (αυτά τα «τούβλινα») και ήταν η πρώτη του αγάπη. Κάποια στιγμή πάει να βάλει το κλειδί στην πόρτα αλλά αυτή είχε αλλάξει την κλειδαριά. Εκεί λοιπόν αρχίζει ο μαιναδισμός της γυναίκας που μέσα στο κομμάτι, δραματοποιείται. Το δράμα, ο μαιναδισμός, όλα αυτά τα στοιχεία έρχονται μέσω του θεάτρου και ενώνονται. Κι εκεί υπάρχει η σπουδαία συμμετοχή της Ανδρονίκης Σκουλά, η οποία είναι η τραγουδίστρια και στιχουργός των Chaostar. Χρειαζόταν ένα άτομο με πολύ ειδικά προσόντα τραγουδιστικά, στο να αντιληφθεί περισσότερο τί θα γινόταν και να το αποδώσει υποκριτικά περισσότερο παρά έτσι όπως θα τ' απέδιδε, ας πούμε, μια σοπράνο με την ανάλογη τεχνική. Είχαμε λοιπόν αυτό το αποτέλεσμα όπου υπάρχουν τρεις φωνές ταυτόχρονα, που στην ουσία έχουν «κυκλώσει» το αγόρι και αρέσκονται την ώρα που υποφέρει. Υποφέρουν κι οι ίδιες αλλά είναι όπως στη Μήδεια, όπου μπορεί να πονάει για το χαμό των παιδιών της αλλά χαίρεται που υποφέρει ο σύζυγος της. Άρα λοιπόν το blues με αυτό τον τρόπο μπαίνει σε έναν άλλο τρόπο έκφρασης. Υπάρχει και στο youtube, κι έχει βραβευτεί στο ελληνικό φεστιβάλ κινηματογράφου του Λονδίνου για το Animation, το οποίο έχει επιμεληθεί ο Θεόδωρας Βογιατζίδης πάνω στα σκίτσα της Iliana Noea.

 

 

Να περάσουμε στα εγχώρια και το σήμερα... Πώς βλέπετε την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στη χώρα μας;

Είμαι υπέρ (της αλλαγής), ας τελειώνουμε... Αυτοί οι άνθρωποι που ανέλαβαν την κυβέρνηση δε νομίζω να παρέκκλιναν των λόγων και των υποσχέσεών τους, οπότε να τελειώνουμε – να τελειώνουμε μ' αυτό, να βρούμε κάποια λύση, γιατί δε μπορεί να είμαστε ούτε εμείς ούτε ο γερμανικός λαός κάτω από την ίδια μπότα. Δηλαδή, εφημερίδες της εποχής όπου ο Χίτλερ είχε ανέβει στην εξουσία, έλεγαν ακριβώς τα ίδια πράγματα που λέει και η Der Spiegel. «Εσείς ποιοι είστε; Τα παιδιά του Γκαίτε και του Αινστάιν;» Ποιος Γερμανός δηλαδή βάλλει εναντίον της γραμματείας του και της παιδείας του; Δε νομίζω να είναι Γερμανός αυτός...

Έχετε πει πως «τα πανεπιστήμια δε βγάζουν προσωπικότητες αλλά μόνο ειδικότητες»... Θεωρείτε ότι στην Ελλάδα αυτή την εποχή υπάρχει περισσότερη γνώση;

Γνώση δε μπορεί να υπάρξει (...έτσι απλά;). Η γνώση προέρχεται μέσα από τη δημιουργία. Πώς μια μητέρα έχει τη γνώση και τη σοφία της δημιουργίας της, δηλαδή του παιδιού της, ενώ πρέπει να «συστήσει» το έργο της. Το ίδιο κάνει ο συνθέτης στον οργανοπαίχτη, όταν προτείνει ένα κομμάτι σε ένα μουσικό. Το προτείνει γιατί έχει κάποια κοινά στοιχεία που μπορεί αυτός να εκφράσει, αλλά δεν ξέρει το έργο στην πληρότητά του, γνωρίζει μέρος του έργου. Ο συνθέτης όμως γνωρίζει τις λεπτομέρειες, όπως ξέρει η μάνα το παιδί. Πολλές φορές δε μπαίνουν στην ουσία του πράγματος αλλά παραμένουν στην όψη, στο σχήμα.

Όσο για το Live στο Κύτταρο την Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου, λέγεται ότι συνήθως δεν εμφανίζεστε αν δεν έχετε κάτι καινούριο να πείτε...

Αυτός που έχει κάτι καινούριο να πει είναι αυτός που το χρειάζεται. Εμείς δε χρειαζόμαστε να πούμε καινούριο. Δεν αλλάζουμε ρεπερτόριο. Εντάξει, θα έχει σάτιρα και κάποια άλλα πράγματα αλλά είναι μια παράσταση που κυρίως στηρίζεται στο λόγο.

Ετοιμάζετε κάτι άλλο αυτή την περίοδο;

Ηχογραφούμε αυτές τις μέρες με τον ηθοποιό Άλκη Παναγιωτίδη ένα σατιρικό μονόλογο. Την επόμενη φορά που θα παίξουμε θα παρουσιάσουμε και αυτό.

Τα Cookies συμβάλλουν στην καλύτερη εμπειρία σας κατά την πλοήγηση στον ιστότοπο του evart.gr. Με την πλοήγησή σας αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης.