Sad Lovers & Giants live @ An Club
- Λεπτομέρειες
- Γράφει ο/η Χριστίνα Δραγγανά Χριστίνα Δραγγανά
- Κατηγορία: Live & Συναυλίες Live & Συναυλίες
- Δημοσιεύθηκε : 04 Μαρτίου 2019 04 Μαρτίου 2019

Πρωτομαρτιά με Sad Lovers & Giants στο κέντρο της μαγικής μας πόλης. Ίσως ο ιδανικότερος τρόπος για να υποδεχθούμε την Άνοιξη που ήδη μυρίζει παντού. Το An club είχε φορέσει τα καλά του... ωραίους, νέους ανθρώπους που διψάνε για ήχους. Με αυτούς στολίστηκε. Αναμφίβολα, αυτό το μικρό club είναι πανέμορφο μόνο όταν είναι ασφυκτικά γεμάτο, καθώς δημιουργείται η αίσθηση ζεστής φωλιάς.
Νιώθεις να αποτελείς μέρος μιας θερμής λειτουργίας που εκπέμπει γαλαζορόζ τολύπες.
Φυσικά στην όλη αίσθηση βοήθησε ο λόγος για τον οποίο είχαμε βρεθεί εκεί, που όπως προείπαμε δεν ήταν άλλος από τους ήχους κάποιων Βρετανών κυρίων, με το όνομα θλιβεροί ερωτευμένοι γίγαντες (ή γιγαντιαία-θλιβερά ερωτευμένοι;). Πιο εύκολα... Sad Lovers & giants.
Η εν λόγω μπάντα δεν είναι χθεσινή και δεν είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεται τη χώρα μας. Διαθέτουν ένα φανατικό – μικρό μέχρι πρότινος – κοινό το οποίο, όπως και οι ίδιοι παραδέχθηκαν με χαρά, πληθαίνει και πληθαίνει. Δύο μέρες να παίζουν σερί... ποιος θα το φαντάζονταν πέντε χρόνια πριν;! Τελικά οι καιροί δεν οδεύουν μόνο προς τα χειρότερα.
Ο ήχος τους χαρακτηρίζεται ως post punk με στοιχεία dream pop και ψυχεδέλειας. Προσωπικά θα τους περιέγραφα ως μια μπάντα που ξέρει να δημιουργεί χορευτικά pop anthems με στοιχεία γοτθικής μελαγχολίας, ερωτικής τζαζ πασπαλισμένα με «jangly» (sic) κιθαριστική ψυχεδέλεια. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τη σαγηνευτική φωνητική χροιά του Garce Allard έχουν κατορθώσει να τους κάνουν να ακούγονται αρκετά φρέσκοι παρά το πέρας του χρόνου (since 1980) και κατ’ επέκταση να κατατάσσονται ανάμεσα στους κορυφαίους του είδους τους.
Αν μπορούσαμε να απεικονίσουμε τις μελωδίες τους, θα ήταν μια λαμπερή μεταμορφωτική δέσμη φωτός. Ικανή να κάνει τον οποιοδήποτε να μοιάζει θελκτικός προσδίδοντάς του πολύχρωμο, μυστηριακό παρουσιαστικό. Αρκετά όμως με τις αισθήσεις και τις παραισθήσεις. Οι S.L.&G. μας έκαναν να περιμένουμε λιγάκι παραπάνω, καθώς εμφανίστηκαν γύρω στις 22:30, ωστόσο δεν πτοήθηκε κανείς από αυτό.
Το εναρκτήριο λάκτισμα έδωσαν, η μεταλλική παραμόρφωση της κιθάρας του Tony Mc Guinness (μορφή), τα σκυθρωπά synth του Will Hicks κι ο συνεσταλμένος ρομαντισμός του Croon. Mε τα εναρκτήρια κομμάτια Close to the sea και In Flux, η μπάντα έδειξε με μαεστρία και σιγουριά τις προθέσεις της. Ο ήχος ευνοούσε καθώς ήταν εξ' αρχής άψογος. Να μην ξεχάσω τον Nigel Pollard στα ντραμς και τον Ian Gibson στο μπάσο που έδεναν μοναδικά το συγκρότημα.
Ακολούθησαν κομμάτια από όλη τη δισκογραφική τους πορεία, Alaska, Biblical Crows, Jungle of lies κ.α. Εκεί που είχαμε αρχίσει να σκεφτόμαστε πως κάπως επαναλαμβάνονται τα μοτίβα, μας κέρδισαν ξανά με το ατμοσφαιρικά «υποχθόνιο» Vendetta και το χορευτικό Seven Kinds of Sin. Το κοινό έμοιαζε να απολαμβάνει το όλο ευφορικό κλίμα που επικρατούσε. Οι κορυφαίες στιγμές της βραδιάς ήρθαν φυσικά με κάθε νότα που ξεχείλιζε από το υπερ-ερωτικό σαξόφωνο. Καθώς αποτελεί θανατηφόρο συνδυασμό με τους εν λόγω ήχους, ικανό να λιώσει ακόμα και παγόβουνο. Και φυσικά να μας λιώσει στο χορό.
Με τα Paradise και Things ολοκλήρωσαν το κυρίως σετ. Φυσικά επέστρεψαν on stage με το πολυαναμενόμενο ever «unfinished sympathy» κομμάτι, Things we never did. Με Alice και Man of Straw έδειξαν να μας αποχαιρετούν. Ωστόσο δεν θέλαμε να πιστέψουμε πως φεύγουν, ακόμα κι όταν τα αναμμένα φώτα θέλησαν να μας διαψεύσουν. Επέστρεψαν για δύο ακόμη κομμάτια, φυσικά με το 50-50 που ξεσήκωσε το πλήθος και το εξίσου χορευτικό, σουπερμπασάτο (sic) lost in a moment.
Ίσως να μην μας συνεπήρε κάθε στιγμή από την εμφάνιση των Sad Lovers and Giants. Ωστόσο η όλη αίσθηση που μας άφησαν ήταν θετική. Ως μια αρκετά υποτιμημένη μπάντα η οποία αρχίζει να αγγίζει περισσότερο κόσμο μέσα από μια σημερινή τάση. Τη στροφή προς μουσικές οι οποίες μέχρι πρότινος αποτελούσαν το λεγόμενο underground, μέρος μιας υποκουλτούρας του 20ου αιώνα. Ίσως, γιατί όταν όλα έχουν ειπωθεί το μόνο που μένει στην ανθρωπότητα είναι να ξεθάβει διαμαντάκια τα οποία είχαν σκονιστεί για αρκετά χρόνια, χωρίς ωστόσο να χάσουν μεγάλο μέρος από τη λάμψη τους. Κι αυτό εν τέλει είναι μέρος της ανεξάντλητης μαγείας τόσο της μουσικής όσο της ίδιας της ζωής.