Melentini & The Running Blue Orchestra Live @ Τριανόν

Μια ξεχωριστή βραδιά η 23 Μαρτίου... μόνο ο χώρος είχε τη δική του ατμόσφαιρα - πόσο συχνό είναι να παρακολουθείς ένα live σε κινηματογράφο άλλωστε; Αυτό από μόνο του ανεβάζει τις προσδοκίες. Έχοντας διακρίνει τη Melentini ανάμεσα στις άκρως ενδιαφέρουσες φωνές της σύγχρονης ελληνικής σκηνής, οι προσδοκίες μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο.

Το κινηματοθέατρο Τριανόν είχε γεμίσει με μουσικόφιλους, σινεφίλ και μη. Τη βραδιά άνοιξε ο Theodore που, καθισμένος στο πιάνο, μας ταξίδεψε με τη βοήθεια των αερόστατων που προβάλλονταν στην οθόνη του σινεμά που βρίσκονταν ακριβώς πίσω από τη σκηνή. Εδώ να σημειώσουμε την εξαιρετική δουλειά που έγινε καθ' όλη τη διάρκεια της βραδιάς τόσο σε επίπεδο φωτισμού και βιντεοπροβολών όσο και στο κομμάτι του ήχου, η παραγωγή ήταν πραγματικά αψεγάδιαστη χαρίζοντας απόλαυση από την αρχή μέχρι την λήξη του live. Ας επιστρέψουμε όμως στον Theodore, έναν από τους πιο ελπιδοφόρους νέους μουσικούς, ο οποίος δεν έμεινε πολύ - για περίπου 20' αυτοσχεδίασε στο πιάνο του, αλλά μας χαλάρωσε όσο έπρεπε χωρίς να κουράσει σε καμία περίπτωση και μας άφησε ευχαριστώντας όσους παρευρέθησαν αλλά και τη Melentini για την πρόσκληση.

 

Theodore live @ trianon

 

Η Melentini κάθισε με τη σειρά της στο πιάνο, ενώ τη συντρόφευαν οι Running Blues Orchestra aka το μουσικό τρίο που αποτελείται από τους Βασίλη Ντοκάκη (κιθάρα, φωνητικά, σινθεσάιζερ), Κώστα Αντωνίου (μπάσο) και Χρήστο Βίγκο (τύμπανα). Από τις πρώτες κιόλας νότες η φωνή της πρωταγωνίστριας της βραδιάς έκλεψε την παράσταση. Οι ήχοι που δημιούργησαν και συνηθίζουν να δημιουργούν οι τέσσερεις αυτοί μουσικοί όταν συνεργάζονται, είναι ένα συνονθύλευμα σοουγκειζ, ντριμποπ, ποστ ροκ, ποπ με κλασικές νότες. Από το παίξιμο και τον τρόπο ερμηνείας της Melentini διαφαίνεται κάποια λεπτή κλασική μουσική παιδεία, χωρίς όμως να γνωρίζουμε με σιγουριά αν κάτι τέτοιο ισχύει. Εκτός των προαναφερθέντων ήχων υπήρχαν εκλάμψεις ηλεκτρονικής μουσικής με τη βοήθεια συνθεσάιζερ το οποίο σε συνδυασμό με τα ανδρικά φωνητικά έκαναν ακόμη πιο ονειροπαρμένη την όλη εμπειρία.

Φυσικά δεν ήμασταν συνέχεια μες στο φως και στην τρελή χαρά, αφού δεν έλειψαν και οι πιο σκοτεινές της στιγμές που ωστόσο διαφαίνονται σχεδόν σε όλες τις συνθέσεις και μέσα από το ιδιαίτερο χρώμα της φωνής της Melentini από το οποίο ξεπηδά κάτι το απόκοσμο, ένα είδος γοτθικού ρομαντισμού σαν από μια αριστοκρατική φιγούρα της βικτοριανής εποχής σε ερωτική απογοήτευση ή που προσδοκά έναν έρωτα που δεν ήρθε ακόμα. Το κοινό έμοιαζε να απολαμβάνει τις μουσικές που άκουγε, επευφημώντας και χειροκροτώντας με κάθε ευκαιρία.

Κορυφαία στιγμής της βραδιάς ήταν ένα καταπληκτικό κομμάτι, ίσως το ωραιότερο απ' όσα ακούσαμε εκείνο το βράδυ - ίσως γιατί ο ελληνικός στίχος της πάει πιο πολύ, το οποία ερμήνευσε η Melentini ως encore, μόνη, καθισμένη στο πιάνο, «οι κάμερες πεθαίνουν» από το άλμπουμ «λεωφόρος εφιαλτών»... μια γλυκόπικρη σαρκαστική αλληγορία μπαρτονικών διαστάσεων που ταίριαζε γάντι στο σινεμάτικ μούντ στο οποίο είχαμε περιέλθει. Περιττό να πούμε πως οι προσδοκίες μας δεν πήγαν στα χαμένα.

 

Φωτογραφίες: Σοφοκλής Κιουρτζόγλου

 

Τα Cookies συμβάλλουν στην καλύτερη εμπειρία σας κατά την πλοήγηση στον ιστότοπο του evart.gr. Με την πλοήγησή σας αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης.