"Αντιγόνη, του Σοφοκλή" σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη
- Λεπτομέρειες
- Γράφει ο/η Μαριλένα Κατσαρού Μαριλένα Κατσαρού
- Κατηγορία: Θέατρο Θέατρο
- Δημοσιεύθηκε : 12 Ιουλίου 2016 12 Ιουλίου 2016
Ένα χρόνο μετά την πρεμιέρα και ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η 2η, κατά σειρά, περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, η Αντιγόνη επέστρεψε το βράδυ 5ης Ιουλίου στο Δημοτικό Κηποθέατρο Παπάγου, όπου παίχτηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2015. Εκ μέρους της 5ης Εποχής Τέχνης και του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας, το κοινό παρακολούθησε και φέτος την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη και με ένα πραγματικά αξιόλογο cast, όχι μόνο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά και στους ηθοποιούς που έπαιξαν το χορό.
Το δράμα εκτυλίσσεται στη Θήβα, την αμέσως επόμενη ημέρα από τη λύση της πολιορκίας της πόλης από το στρατό του Άργους. Η απελευθέρωση της πόλης βρίσκει τα δύο αδέρφια, Ετεοκλή και Πολυνείκη, νεκρά, ύστερα από μεταξύ τους μονομαχία. Την εξουσία αναλαμβάνει ο Κρέων, ο οποίος δίνει ρητή εντολή να θαφτεί ο Ετεοκλής με όλες τις τιμές, ενώ ο Πολυνείκης να μείνει άταφος, βορά στα όρνεα, ως ατίμωση για την προδοσία σε βάρος της πατρίδας του. Ποινή για όποιον παραβεί τη διαταγή, ο θάνατος. Τραγική φιγούρα, η Αντιγόνη, αδερφή των πεσόντων, η οποία ανακοινώνει στην αδερφή της, Ισμήνη, την απόφασή της να θάψει τον Πολυνείκη, κόντρα στη διαταγή του θείου της και πιστή σε αξίες ανώτερες και τους άγραφους νόμους των θεών, που επιβάλλουν την ταφή του νεκρού με τιμές. Αγέρωχη απέναντι στον προαναγγελθέντα θάνατο του παραβάτη, η Αντιγόνη θάβει τον αδερφό της, συλλαμβάνεται και οδηγείται ενώπιον του βασιλιά Κρέοντα και κάποιων πολιτών της Θήβας.
Πρόκειται για ένα έργο στο οποίο είναι έκδηλη, όχι μόνο η σύγκρουση μεταξύ των επιταγών της θεσμικής εξουσίας και του εσωτερικευμένου θρησκευτικού δικαίου που παρουσιάζεται ως θεϊκό κληροδότημα, όταν οι πρώτες μοιάζουν να υπερβαίνουν αλαζονικά το δεύτερο, αλλά και η αποτύπωση της δυσκολίας της εδραίωσης της εγκόσμιας εξουσίας σε βάρος της θρησκευτικής και της εθιμικής παράδοσης. Κατά το κλασσικό σχήμα της αρχαιότητας (ὓβρις→ἂτη→νέμεσις→τίσις), η απόφαση του Κρέοντα να αψηφίσει τους θεϊκούς νόμους που επέβαλλαν την ταφή του Πολυνείκη, εκκινούμενη από την αλαζονεία της εξουσίας του και του μένους του για τον προδότη της πόλης, τον οδηγεί στο να διαπράξει ύβρι. Η άτη, η τύφλωση του νου, επέρχεται όταν καταδικάζει την Αντιγόνη σε θάνατο και αψηφά τις προειδοποιήσεις του γιου του, Αίμονα, πως θα την ακολουθήσει, τελικά, στο θάνατο. Στη συνέχεια, τα λόγια του μάντη Τειρεσία (ενσαρκωμένος εκπληκτικά από τον ηθοποιό Νίκο Αρβανίτη) για την τύχη του Κρέοντα και της γενιάς του αποτυπώνουν με έντεχνο τρόπο την επέμβαση του θεϊκού στοιχείου (νέμεσις), που ακολουθεί η ύβρις και η άτη, για να ολοκληρωθεί, τελικώς, το σχήμα με την τίσι, την τιμωρία του, που ακολουθείται από την πολιτική, προσωπική και ψυχική του συντριβή. Με την ανάπτυξη του σχήματος αυτού σε όλη τη διάρκεια της παράστασης μέχρι και την ολοκλήρωσή του, ο θεατής, ταυτισμένος με τη δίκαιη -με βάση την παράδοση- πράξη της Αντιγόνης, καθάρεται, αφού η τελευταία δικαιώνεται ηθικά ακόμη και μετά το θάνατό της και, έτσι, αποκαθίσταται η ισορροπία.
Είναι σαφές πως όταν πρόκειται για ένα τέτοιου μεγέθους γέννημα όπως αυτό της αρχαίας τραγωδίας, τα κριτήρια για την αξιολόγηση της σκηνοθετικής απόδοσης, της ερμηνείας και της επιτυχίας ή μη της μέθεξης του κοινού, είναι ιδιαίτερα αυστηρά και η αυστηρότητα αυτή διατηρείται, ακόμη και όταν πρωταρχικός στόχος δεν είναι η παρουσίαση ενός καλλιτεχνικά άψογου αποτελέσματος, αλλά η μεταφορά του αρχαίου θεάτρου στη σφαίρα του προσιτού για ένα λιγότερο εξειδικευμένο ή καταρτισμένο κοινό. Θα πρέπει, φυσικά, να κρίνεται και το τελευταίο και η αλήθεια είναι πως σε αυτό το κομμάτι η αντιμετώπιση του έργου παίρνει πολύ καλό βαθμό. Σημαντικό είναι, επίσης, ότι στα καθίσματα του κηποθεάτρου Παπάγου βρέθηκαν, για να παρακολουθήσουν την παράσταση, αρκετοί νέοι και νέες, ερχόμενοι, έτσι, σε επαφή με το μεγαλείο αυτής της δημιουργίας.
Τα πάντα πρέπει να κρίνονται με βάση το σκοπό τους. Έτσι, λοιπόν, παρότι όπως αναφέρθηκε και πριν τα κριτήρια είναι πάντα αυστηρά, η παράσταση δεν μπορεί να κριθεί σε αντιπαραβολή με μία αντίστοιχη στην Επίδαυρο, αλλά ως αυτό που είναι, μια προσπάθεια να προσεγγίσει ο καθημερινός άνθρωπος και ιδιαίτερα η νέα γενιά το αρχαίο θέατρο. Σε αυτή τη βάση, λοιπόν, η Ιωάννα Παππά, η οποία ερμήνευσε το ρόλο της Αντιγόνης, ήταν αξιοπρεπέστατη και, παρά το όποιο μούδιασμα προκάλεσε η ερμηνεία της στις πρώτες σκηνές (πιθανότατα εξαιτίας της φωνής της, την οποία έπρεπε να διαχειριστεί κατάλληλα για να αποδόσει την τραγικότητα της ηρωίδας, σε βάρος, όμως, της ανάδειξης του πλήρους εύρους της συναισθηματικής της κατάστασης), όσο εξελισσόταν η τραγωδία γινόταν όλο και καλύτερη, με αποκορύφωμα τον τραγικό της μονόλογο πριν το θάνατο. Ο χορός κρίνεται με θετικό πρόσημο για το καλό επίπεδο του συγχρονισμού του και την ερμηνεία του, παρ' όλο που υπήρξαν κομμάτια της παράστασης στα οποία φάνηκε κάπως άνευρος. Η Ελένη Ζαφειρίδου, που ενσάρκωσε το ρόλο της Ισμήνης, κατόρθωσε να ανταποκριθεί με μεγάλη επιτυχία στην έκφραση της ανάμεικτης αρχικά ψυχολογίας της αδελφής της Αντιγόνης και στη συνέχεια του θρήνου που τη διαδέχεται. Ο συνδυασμός της ποικιλίας εκφραστικών μέσων που χρησιμοποίησε αλλά και της υποκριτικής της ικανότητας την κατέστησαν μια από τις καλύτερες ερμηνείες στο έργο.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στον Νικήτα Τσακίρογλου, ο οποίος ήταν κάτι περισσότερο από εξαιρετικός, ως Κρέων, αποδεικνύοντας ότι σέβεται στην πράξη την επιλογή κάποιων ανθρώπων να δαπανήσουν ένα σεβαστό ποσό στην περίοδο που διανύουμε, για μία, κατά πολλούς, πλέον, “περιττή πολυτέλεια”, αποζημιώνοντας το κοινό με τον καλύτερο τρόπο. Τέλος, ένα μεγάλο μπράβο στην ομάδα των εθελοντών που συμμετείχαν στη διεξαγωγή της παράστασης.
Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ