"Η Όπερα της Πεντάρας" των Μπέρτολτ Μπρεχτ - Κουρτ Βάιλ στο Θέατρο Παλλάς
- Λεπτομέρειες
- Γράφει ο/η Χρήστος Ζούμπος Χρήστος Ζούμπος
- Κατηγορία: Θέατρο Θέατρο
- Δημοσιεύθηκε : 10 Μαρτίου 2016 10 Μαρτίου 2016
Ένα μεγάλο πλοίο του παγκοσμίου θεάτρου έδεσε εδώ και λίγες μέρες στο Παλλάς. Η όπερα της πεντάρας σε μουσική του Κουρτ Βάιλ και στίχους του Μπέρτολ Μπρεχτ που έχει μεταφραστεί σε γλώσσες που δε μετριούνται στα δάχτυλα μας και έχει ανέβει σε θέατρα ανά τον κόσμο που και να θέλαμε δεν θα μπορούσαμε να τα θυμόμαστε. Η όπερα της πεντάρας πρόκειται για την μεταμόρφωση της όπερας του ζητιάνου του Τζον Γκέι. Αν και μόλις 30 ετών τότε ο Μπρεχτ το μακρινό 1928 έγραψε το έργο και μαζί με τον 28χρονο Κουρτ Βάιλ δημιούργησαν ένα ιερό τέρας του παγκοσμίου θεάτρου.
Το έργο διαδραματίζεται στο Βικτωριανό Λονδίνο. Στο θέατρο Παλλάς έρχεται ένα απαιτητικό εργασιακό σκηνικό του Λονδίνου, με τη σκηνή να γεμίζει γραφεία και εργάτες (ζητιάνους), εκπροσώπους της χαμηλής τάξης που ζει για να δουλεύει, να φορολογείται και τα περισσότερα να καταλήγουν στην υψηλή τάξη - μια τάξη που εκπροσωπείται και αυτή στο έργο. Έντονο είναι το στοιχείο του υποκόσμου με ληστές και φυσικά τον κάπτεν ΜακΧηθ. Δεν γίνεται φυσικά να μην υπάρχει η παρουσία της διαφθοράς στα κλιμάκια του νόμου που με κάθε ευκαιρία εμφανίζεται και κάνει αισθητή τη παρουσία της. Οι πόρνες είναι φυσικά και αυτές εκεί και καθορίζουν την ζωή όλων με τον τρόπο τους.
Στη λαμπερή επίσημη πρεμιέρα της παράστασης το παρών έδωσαν δεκάδες ηθοποιοί, άνθρωποι του θεάτρου, πολιτικοί, όπως και πολλοί ακόμα “γνωστοί” της πόλης. Το Παλλάς, όπως πάντα, ήταν αυτοκρατορικό και φιλοξένησε τους πάντες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Τα φλας των φωτογράφων δεν σταματούσαν λεπτό πριν τη έναρξη της παράστασης, κατά το απαραίτητο διάλλειμα, αλλά και μετά το πέρας της παραστάσεως. Το Παλλάς ως γνωστόν χωράει αρκετό κόσμο και μέχρι και στους εξώστες ήταν γεμάτο. Το φουαγιέ του πριν την έναρξη ήταν χαλαρό και ευχάριστο αλλά μετά το τέλος της παράστασης μεταμορφώθηκε σε κάτι σαν ακριβό μπαρ – μπιστρό και φιλοξένησε το after party της παράστασης.
Πέρα από τη σόου μπιζ και το λαμπερό χώρο υπάρχει φυσικά και η παράσταση. Μια μουσική παράσταση, αλλά δεν είναι πως θα ακούς όλη την ώρα μουσική, δεν είναι αμιγώς μιούζικαλ. Είναι μοιρασμένος ο χρόνος σε μιούζικαλ και ερμηνεία. Η μουσική είναι εξαιρετική, ίσως και μαγική. Η ορχήστρα που βρίσκεται μπροστά από την σκηνή, υπό την εποπτεία του Θεόδωρου Οικονόμου, προκαλεί το κοινό με τις νότες της. Ήχοι σχεδόν τζαζ, αλλά όχι ακριβώς. Σίγουρα ήχοι που, αν και προέρχονται από μια μακρινή σε εμάς εποχή, μοιάζουν νέοι, φρέσκοι, σα να τους ακούς για πρώτη φορά στη ζωή σου, παρόλα αυτά βρίσκονται στη ζωή εδώ και σχεδόν 100 χρόνια. Βέβαια αυτό οφείλεται και στο ταλέντο του Θοδωρή Οικονόμου, που φέρνει αυτά τα διαχρονικά ακούσματα, φρέσκα στο σήμερα. Αν ανατρέξει κανείς στις μουσικές της παράστασης θα διαπιστώσει πως κάποια από τα τραγούδια έχουν μεταπηδήσει και εκτός θεάτρου και έχουν ερμηνευτεί από μεγάλους καλλιτέχνες κατά το παρελθόν. Όπως το “Mack the Knife” που το έχουν τραγουδήσει καλλιτέχνες όπως ο Λούις Άρμστρονγκ, ο Φρανκ Σινάτρα, ο Ρόμπι Ουίλιαμς, η Έλλα Φιτζέραλντ, η Μαρία Φαραντούρη και πολλοί ακόμα αν και η πρωτότυπη εκτέλεση ήταν από τη γυναίκα του Βάιλ, Λότε Λένια.
Το έργο ξεκινά με μουσική και εμφανίζεται η μεγάλη επιχείρηση ζητιάνων του Κυρίου Πήτσαμ (Άγγελος Παπαδημήτριου). Εκεί βλέπει κανείς την ωμή πραγματικότητα της εργασίας. Την εκμετάλλευση της ανθρώπινης ζωής και το ψέμα πάνω στο οποίο βγάζουν λεφτά οι “μεγάλοι” της κοινωνίας. Εμφανώς καυστικό για τα δρώμενα της τότε εποχής, μια εποχή που μοιάζει να μην έχει αλλάξει καθόλου ακόμα και σήμερα. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει το αφεντικό τους υπαλλήλους θυμίζει σε όλους πως η υποταγή στον αφέντη τον κάνει να ζητά όλο και περισσότερα από τον υπάλληλο του. Φυσικά, παρούσα είναι και η Κυρία Πήτσαμ (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη). Μια γυναίκα βυθισμένη στους δαίμονες της, κυρίως το αλκοόλ, χαμένη στο χάος της εξουσίας, αλλά παρ' όλα αυτά διατηρεί μια περίεργη διαύγεια που την καθοδηγεί στο να επιβιώνει σε αυτό το περιβάλλον. Οι εργάτες δακτυλογραφούν ακατάπαυστα και όταν κάποιος τολμά να μιλήσει ο Κύριος Πήτσαμ τον βάζει βίαια στη θέση του. Όμως δε παύει και ο πλούσιος, μεγαλοδύναμος Κύριος Πήτσαμ να έχει προβλήματα και κυρίως ένα είναι αυτό που τον απασχολεί: Η κόρη του Πόλλυ (Νάντια Κοντογεώργη). Η κόρη του ετοιμάζεται να παντρευτεί τον διαβόητο ΜακΧηθ (Χρήστο Λούλη) και έτσι λοιπόν ξετυλίγεται το κουβάρι της παράστασης.
Ο ΜακΧηθ είναι ο κύριος χαρακτήρας του έργου και η ζωή του περιβόητου αυτού κακοποιού απασχολεί τους πάντες στην παράσταση. Είναι φίλος με τον αστυνόμο Μπράουν (Νίκος Καραθάνος), ο οποίος είναι και αφηγητής του έργου. Η φιλία του αρχικακοποιού με τον αρχηγό της αστυνομίας στο έργο τονίζει τη διαφθορά που έπληττε την τότε εποχή. Για μια ακόμα φορά όμως αυτά μας μοιάζουν τόσο σημερινά, σα να μην έχουν εξαλειφθεί ούτε και σήμερα από την καθημερινότητα μας, σα να είναι κάτι το φυσικό. Ο ΜακΧηθ ακόμα έχει πολλές κατακτήσεις και δεν περιορίζεται μόνο στην Πόλλυ. Ένα από τα ελαττώματα του είναι οι συχνές του επισκέψεις στις πόρνες. Επισκέψεις που δεν θα σταματήσουν ακόμα και όταν θα γίνει ο νούμερο ένα καταζητούμενος. Αυτές οι γυναίκες που θυσιάζουν το κορμί τους για να έχουν τη ζωή τους, γυναίκες που εθίζονται στο χρήμα και στο άκουσμα του θα κάνουν ότι τους ζητηθεί για να το αποκτήσουν, ακόμα και να προδώσουν έναν αληθινό τζέντλεμαν, όπως χαρακτήρισε κάποια στιγμή η Τζέννυ (Λυδία Φωτοπούλου) τον ΜακΧηθ. Ένα στοιχείο της παράστασης που υπερτονίζει τον εθισμό της κοινωνίας στο εύκολο χρήμα και πως για την απόκτηση του κανείς δεν λογαριάζει κανέναν. Κάτι που μάλλον δεν θα αλλάξει ποτέ, όπως λέγεται και κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Η ανάγκη του ΜακΧηθ για ελευθερία τον οδηγεί σε διαμάχες ανάμεσα σε εκείνον και τον αγαπημένο του φίλο αστυνόμο Μπράουν ή Μπράουν ο τίγρης, ή απλώς Τζάκι, όπως τον φώναζε ο Μακ το μαχαίρι. Διαμάχη ανάμεσα στον ίδιο και τις γυναίκες της ζωής του. Κάπου εκεί εμφανίζεται και η Λούσυ (Κίκα Γεωργίου), η οποία αγαπά τον ΜακΧηθ και θα αναμετρηθεί με την σύζυγο του Πόλλυ για εκείνον. Η Λούσυ, η οποία είναι κόρη του αστυνόμου Μπράουν, αλλά εκείνος αγνοεί την ερωτική της περιπέτεια με τον ΜακΧηθ, θα τον βοηθήσει να δραπετεύσει από τη φυλακή. Αν και ο δεσμοφύλακας Σμιθ παλεύει να τον κρατήσει δέσμιο, θα χάσει τη μάχη μαζί του. Βέβαια και ο δεσμοφύλακας έχει λαδωθεί νωρίτερα και στο τέλος θα ζητά ξανά χρήματα για να τον ελευθερώσει λίγο πριν την κρεμάλα. Το χρήμα δεν θα αφήσει κανέναν αδιάφορο στη παράσταση, αν και πριν την κρεμάλα, ο ΜακΧηθ θα ξεχάσει την καλή ζωή μέσω του χρήματος και απλά θα ζητά συγγνώμη από όλους, με σκοπό την εξιλέωση μπας και τον ακούσει κάποιος και καταφέρει να ζήσει. Τελικά θα κρεμαστεί;
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά, ο οποίος έχει αναλάβει εξ’ ολοκλήρου την σκηνοθεσία, κάνει τη παράσταση ακόμα πιο ευχάριστη. Η σκηνή είναι συνεχώς γεμάτη κίνηση και ένταση. Γεμάτη ζωντάνια και χρώματα, γεμάτη ήχους και πτυχές. Πτυχές και οπτικές που ποικίλουν με τη βοήθεια μιας κάμερας και μιας οθόνης. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για μια εξαιρετική σκηνοθεσία που βοηθά τον θεατή να μην κουράζεται παρά τις δύο ώρες και σαρανταπέντε λεπτά που διαρκεί η παράσταση. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο, αλλά το αποτέλεσμα που βλέπει κανείς μοιάζει να είναι το καλύτερο δυνατό. Ο ήχος είναι εξαιρετικός -σε αυτό φυσικά βοηθά και ο χώρος- μιας και μιλάμε για μια παράσταση με ζωντανή μουσική σε ένα τεράστιο θέατρο. Οι φωνές ακούγονται καθαρά και οι εναλλαγές στα κουστούμια κάνουν την εμπειρία ακόμα πιο δυνατή.
Οι τραγουδιστικές ερμηνείες των ηθοποιών είναι εξαιρετικές. Ξεχωρίζει η φωνή της Νάντιας Κοντογεώργη που κανείς νομίζει πως όντως πρόκειται για επαγγελματία του είδους. Η φωνή της έχει δυναμική και καθαρότητα, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και ξεχωρίζει. Φυσικά και οι υπόλοιποι δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό. Ο Χρήστος Λούλης μας παρουσιάζει με απλότητα τον ΜακΧηθ σαν έναν ήρωα βγαλμένο από φιλμ νουάρ. Αν είχες μπροστά σου τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στο γεράκι της Μάλτας ή τον Χρήστο Λούλη στην όπερα της πεντάρας σίγουρα θα υπήρχαν κάποια κοινά στοιχεία, με την έννοια πως ο Χρήστος Λούλης έχει δουλέψει τόσο επαγγελματικά πάνω στο ρόλο του που τον έχει φέρει στην επιφάνεια με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για έναν ηθοποιό. Πάνω κάτω τα ίδια ισχύουν και για την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, που θυμίζει χαρακτήρα παλιάς ταινίας τον οποίο τον ενσαρκώνει σα να βρίσκεται σε μια άλλη εποχή και όχι στο σύγχρονο 2016. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου μεταμορφωμένος σε αστέρα της Νέας Υόρκης δεν έχει κάτι να ζηλέψει και δεν έχει με κάποιον να συγκριθεί σε αυτό που κάνει. Ο Νίκος Καραθάνος με συνεχείς μεταμορφώσεις μέσα στην παράσταση μαγεύει το κοινό. Σίγουρα δεν υστερεί ούτε η Λυδία Φωτοπούλου, αλλά ούτε και η Κίκα Γεωργίου. Όπως σίγουρα δεν υστερεί και ο υπόλοιπος θίασος που αποτελείται από τους: Αντίνοο Αλμπάνη, Μιχάλη Αφολαγιάν, Μπάμπη Γαλιατσάτο, Ελίζα Γεροντάκη, Έφη Γούση, Μαριάννα Καβαλλιεράτου, Βασίλη Κουκαλάνι, Ελένη Μπούκλη, Βασίλη Μυλωνά, Νέστορα Κοψιδά, Μαρία Νίκα και Γιώργο Τζαβάρα. Όλοι τους δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό και είναι απίθανο να δει κανείς κάποιο λάθος τους.
Η παράσταση, που χαρακτηρίζεται ως ακατάλληλη κάτω των 15 ετών, θα απασχολήσει θετικά την Αθήνα και πραγματικά αξίζει να δώσει κανείς το παρόν, αρκεί να είναι και λάτρης του είδους. Το θέατρο Παλλάς είναι φυσικά ξεχωριστό και μεγαλοπρεπές, ικανό να φιλοξενήσει και τον πιο απαιτητικό θεατή. Αν αποφασίσετε να πάτε στην παράσταση, να έχετε το μυαλό σας ανοιχτό και την καρδιά σας έτοιμη να γεμίσει διασκέδαση, καθώς δε λείπουν και οι κωμικές στιγμές στην παράσταση, κάτι που της δίνει ένα ακόμα πιο ξεκούραστο τόνο για την μεγάλη της διάρκεια.
Τέλος οφείλω να αναφερθώ και ονομαστικά στη 12μελή ορχήστρα του Θεόδωρου Οικονόμου για την εξαιρετική τους απόδοση, που αποτελείται από τους: Θοδωρής Κοτεπάνος (πιάνο), Μαρίνος Τρανουδάκης (κρουστά), Χάρης Μέρμυγκας (κοντραμπάσο), Κώστας Ράπτης (μπαντονεόν), Σπύρος Νίκας ( Σαξόφωνο alto – κλαρινέτο), Βασίλης Πριόβολος (Φαγκότο), Αλέξανδρος Παπαρίζος (Κιθάρες – μπάντζο), Διονύσης Αγαλιανός και Τάσος Βιτσεντζάτος (Τρομπέτα), Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος (Τρομπόνι), Δημήτρης Χουντής (Σαξόφωνο σοπράνο) και Τάσος Φωτίου (Σαξόφωνο τενόρο – φλάουτο).